"Ἐν τούτῳ τῷ ἔτει ὁ Ῥωμαίων κατέστρεψε βασιλεὺς Κωνσταντῖνος
οὗτος ὁ Μονομάχος, ἐν ἰδιοκτήτοις οἴκοις καὶ μὴ τοῖς ἀνακτόροις
διαζευχθεὶς τῆς ψυχῆς, καὶ τῷ παρ' αὐτοῦ ἀνεγερθέντι ναῷ
τὸν νεκρὸν καταθέμενος, ἀνὴρ πολιτικὸς καὶ γένους ἐπισήμου
γενόμενος, δωρηματικός τε καὶ βασιλικῶς εὐεργετεῖν ἐπιστάμενος,
φροντίζων μὲν καὶ τῶν ἐν πολέμοις προτερημάτων
καὶ τοῖς ἐναντίοις ὡς ἐνὸν ἀντικαθιστάμενος, πλείονι δὲ ῥοπῇ
τῆς τρυφῆς ἀντεχόμενος, καὶ τῶν ἀφροδισίων μὴ ἀπεχόμενος.
ἔμελε δ' αὐτῷ καὶ ἀστεϊσμῶν καὶ τῶν ἐν μίμοις γελοιασμῶν καὶ τῆς ἐπικαίρου
ῥαστώνης, καὶ οἷς ἡ ζωτικὴ ψυχὴ συνέζευκταί τε καὶ συνερρίζωται".
(Μιχαήλ Ατταλειάτης)
O Κωνσταντίνος Θ'
Μονομάχος (1042-1055) διεδέχθη τον Μιχαήλ Ε' Καλαφάτη (ανηψιό του Μιχαήλ Δ'
Παφλαγόνα), ο οποίος είχε οικτρό θάνατο προσπαθώντας να παραγκωνίσει την
λαοπρόβλητη Ζωή. Ο Κωνσταντίνος ενυμφεύθη την Ζωή αλλά μετά από λίγο έφερε
και την ερωμένη του στην αυλή.
Επί της βασιλείας του, στην
προσπάθεια εξασφάλισης χρημάτων, γενικεύεται η συνήθεια της εκμίσθωσης
των φόρων σε ιδιώτες, και η πρακτική εξαργυρισμού της
στρατιωτικής θητείας ενώ, πιθανότατα, εισάγεται και ο θεσμός της Πρόνοιας.
Οι εκμισθωτές των φόρων κατέβαλαν άμεσα στην αυτοκρατορία τους φόρους που
έπρεπε να πληρώσει μια περιοχή και στη συνέχεια τους εισέπρατταν οι ίδιοι από
τους φορολογούμενους. Το μέτρο αποδείχθηκε ολέθριο αφού οι ιδιώτες επεδίωκαν να
εισπράττουν από τους πολίτες ποσά πολύ μεγαλύτερα από εκείνα που σύμφωνα με
τους νόμους έπρεπε να τους καταβληθούν. Ο εξαργυρισμός της θητείας, η
δυνατότητα δηλαδή των πολιτών να εξαγοράζουν τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις
έφερνε κάποια χρήματα στα αυτοκρατορικά ταμεία, αλλά αποδυνάμωνε τους
θεματικούς στρατούς και αύξανε τις ανάγκες σε μισθοφόρους. Τέλος, η Πρόνοια, η
παραχώρηση δηλαδή μεγάλων κρατικών εκτάσεων σε επιφανείς πολίτες που θα
συνέλεγαν τους φόρους των περιοχών προς ίδιον όφελος, με την υποχρέωση να τους
παρέχουν προστασία, επίσης επιδείνωσε σε αρκετές περιπτώσεις τη θέση του
κράτους, της εκκλησίας και των πολιτών. "ώπερ ο Μονομάχος και
την των Μαγγάνων ανέθετο πρόνοιαν και τα περί της ελευθερίας αυτών ενεπίστευσεν
εγγραφα". (Ιωάννης Ζωναράς)
Το 1042 ο στρατηγός Γεώργιος
Μανιάκης στασιάζει κατά του Κωνσταντίνου. Αφορμή υπήρξε το γεγονός
ότι ο Μονομάχος τον απήλλαξε από την αρχιστρατηγία των βυζαντινών στρατευμἀτων
στην Σικελία. Οι βαθύτερες αιτίες όμως ήταν η ασυδοσία και η διαφθορά των
αξιωματούχων που περιστοίχιζαν το περιβάλλον του αυτοκράτορος, η υπερφορολόγηση
των αγροτών στην επαρχία, η προκλητική απαλλαγή από τους φόρους των Δυνατών και
των Μοναστηριών και η παραμέληση του στρατεύματος (σε Νεαρά του Κωνσταντίνου Ζ'
του Πορφυρογέννητου αναφέρεται ξεκάθαρα η τεράστια σημασία του στρατού: "ώσπερ
εν σώματι κεφαλή, ούτως εν πολιτεία στράτευμα"), το οποίο είχε
επαναφέρει την αίγλη και την δόξα της αυτοκρατορίας οδηγώντας την στο ζενίθ
μέσα από συνεχείς νικηφόρους πολέμους, τόσο στην Ανατολή όσο και στα Βαλκάνια
(είναι χαρακτηριστικό ότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν η Υπερδύναμη του 1ου
μισού του 11ου αιώνος και αυτό ουδείς διανοείτο να το αμφισβητήσει.
Ειδικά, για την θέση της πολιτικής αριστοκρατίας έναντι των βυζαντινών ενόπλων δυνάμεων δέον να αναφέρουμε την εμφάνιση και την ραγδαία εξάπλωση ενός πατσιφιστικού ιδεολογήματος περί "διαρκούς ειρήνης" με αποτέλεσμα την σταδιακή άμβλυνση του στρατιωτικού χαρακτήρα της αυτοκρατορίας. Αυτό, βεβαίως, είναι αλήθεια ότι οφείλεται στην κόπωση από τους συνεχείς πολέμους των στρατιωτικών αυτοκρατόρων της Μακεδονικής Δυναστείας με αποκορύφωμα τον ολοκληρωτικό πόλεμο του Βασιλείου του Β' κατά των Βουλγάρων. Αυτή η στάση των πολιτικών αξιωματούχων, οι οποίοι, σημειωτέον, ήλεγχαν τον αυτοκράτορα και κατ' επέκτασιν την αυτοκρατορία, καθρεφτίζεται σε μία χαρακτηριστική Νεαρά του Κωνσταντίνου Μονομάχου: "ειρηνεύει μεν νυν το υπήκοον, ηρεμεί δε το αντίπαλον, πολλή δε γαλήνη τα Ρωμαίων κατέχει και ουδέν εστί το καθέλκον τας ημετέρας φροντίδας".
Όμως, όλες οι αυτοκρατορίες παρακμάζουν και πέφτουν εκ των έσω και το Βυζάντιο δεν μπόρεσε να αποτελέσει την εξαίρεση του κανόνος. Όλα τα παραπάνω, λοιπόν, οδήγησαν σε ανταρσία τον Μανιάκη, όταν το 1042, και καθώς για δεύτερη φορά αγωνιζόταν με επιτυχία να ανακτήσει τη Σικελία και την Κάτω Ιταλία για λογαριασμό των Βυζαντινών, ανεκλήθη (όπως αναφέραμε άνωθεν) στην Κωνσταντινούπολη. Ο Μανιάκης τότε αποφασίζει να κινηθεί με ικανό και πιστό στράτευμα κατά της διεφθαρμένης αυτοκρατορικής κυβερνήσεως στην Κωνσταντινούπολη. Κυριεύει το Δυρράχιο και κινείται κατά της Κωνσταντινουπόλεως. Δυστυχώς, το 1043 τραυματίζεται άσχημα και υποκύπτει στα τραύματά του κατά τη διάρκεια μιας μάχης κατά των αυτοκρατορικών στρατευμάτων κοντά στην Αμφίπολη των Σερρών.
Ειδικά, για την θέση της πολιτικής αριστοκρατίας έναντι των βυζαντινών ενόπλων δυνάμεων δέον να αναφέρουμε την εμφάνιση και την ραγδαία εξάπλωση ενός πατσιφιστικού ιδεολογήματος περί "διαρκούς ειρήνης" με αποτέλεσμα την σταδιακή άμβλυνση του στρατιωτικού χαρακτήρα της αυτοκρατορίας. Αυτό, βεβαίως, είναι αλήθεια ότι οφείλεται στην κόπωση από τους συνεχείς πολέμους των στρατιωτικών αυτοκρατόρων της Μακεδονικής Δυναστείας με αποκορύφωμα τον ολοκληρωτικό πόλεμο του Βασιλείου του Β' κατά των Βουλγάρων. Αυτή η στάση των πολιτικών αξιωματούχων, οι οποίοι, σημειωτέον, ήλεγχαν τον αυτοκράτορα και κατ' επέκτασιν την αυτοκρατορία, καθρεφτίζεται σε μία χαρακτηριστική Νεαρά του Κωνσταντίνου Μονομάχου: "ειρηνεύει μεν νυν το υπήκοον, ηρεμεί δε το αντίπαλον, πολλή δε γαλήνη τα Ρωμαίων κατέχει και ουδέν εστί το καθέλκον τας ημετέρας φροντίδας".
Όμως, όλες οι αυτοκρατορίες παρακμάζουν και πέφτουν εκ των έσω και το Βυζάντιο δεν μπόρεσε να αποτελέσει την εξαίρεση του κανόνος. Όλα τα παραπάνω, λοιπόν, οδήγησαν σε ανταρσία τον Μανιάκη, όταν το 1042, και καθώς για δεύτερη φορά αγωνιζόταν με επιτυχία να ανακτήσει τη Σικελία και την Κάτω Ιταλία για λογαριασμό των Βυζαντινών, ανεκλήθη (όπως αναφέραμε άνωθεν) στην Κωνσταντινούπολη. Ο Μανιάκης τότε αποφασίζει να κινηθεί με ικανό και πιστό στράτευμα κατά της διεφθαρμένης αυτοκρατορικής κυβερνήσεως στην Κωνσταντινούπολη. Κυριεύει το Δυρράχιο και κινείται κατά της Κωνσταντινουπόλεως. Δυστυχώς, το 1043 τραυματίζεται άσχημα και υποκύπτει στα τραύματά του κατά τη διάρκεια μιας μάχης κατά των αυτοκρατορικών στρατευμάτων κοντά στην Αμφίπολη των Σερρών.
Το 1043/1044, επίσης, έλαβε χώρα
η τελευταία -αποτυχημένη και αυτή- επίθεση των Ρως κατά της Κωνσταντινουπόλεως,
καίτοι είχαν ήδη εκχριστιανισθεί κατά την εποχή του Βασιλείου του Β' το
988/989. Το αποτέλεσμα ήταν να υπογραφεί το 1046 μεταξύ Βυζαντινών και Ρως μία
νέα συμφωνία για εμπορικές ανταλλαγές. Έκτοτε, οι Ρως δεν ενόχλησαν ξανά το
Βυζάντιο.
Επί των ημερών του η αυτοκρατορία
προσήρτησε το αρμενικό κράτος του Ανίου. Συγκεκριμένα, το 1044/1045 ο Κακίκιος παραδίδει
τα εδάφη του Ανίου και της Μεγάλης Αρμενίας των
Βαγρατιδών στο Βυζάντιο. Ο Βασίλειος ο Β', πριν πεθάνει, είχε φροντίσει
να υποχρεώσει τον Ιωβανεσίκη, που είχε τον τίτλο του
Μαγίστρου, και ήταν ισόβιος άρχων του Ανίου και της Μεγάλης Αρμενίας πως θα
κληροδοτούσε τα εδάφη του στο Βυζάντιο. Αυτό συνέβη επί των ημερών του γιου του
Ιωβανεσίκη του Κακίκιου, ο οποίος, πράγματι, παρέδωσε τα εδάφη της επικρατείας
του στο Βυζάντιο το 1044, εξαφανίζοντας έτσι το πλεονέκτημα που έδινε το
αρμενικό κράτος ως κράτος-μαξιλάρι έναντι των εξ Ανατολών εισβολών. Αυτό φάνηκε
πολύ σύντομα με την εμφάνιση των Σελτζούκων στις παρυφές των ανατολικών συνόρων
του Βυζαντίου. Παράλληλα, ο Μονομάχος προέβη στην εγκληματική πράξη για την
άμυνα της αυτοκρατορίας της διαλύσεως του ιβηρικού στρατεύματος ζητώντας
φορολογική εισφορά από τους εκεί στρατιώτες: "κατέλυσε δε και τον Ἰβηρικόν
στρατόν ἀμφί τας πεντήκοντα χιλιάδας ἀριθμούμενον διά Λέοντος τοῦ Σερβλίου,
και ἀντί στρατιωτῶν φόρους πολλούς ἐπορίζετο ἀπό τῶν χωρίων ἐκείνων·" (Γεώργιος
Κεδρηνός)
Το 1047 στασιάζει στην
Αδριανούπολη ο Αρμένιος στρατηγός Λέων Τορνίκης, ο οποίος φθάνει να
πολιορκήσει την Κωνσταντινούπολη. Είχε την υποστήριξη των στρατευμάτων την
Θράκης. Τελικά, απέτυχε και πιάστηκε αιχμάλωτος Ο Μονομάχος στάθηκε και πάλι
τυχερός αφού απηλλάχθη και από αυτή την πολύ σοβαρή απειλή. Αξιοσημείωτο
είναι ότι λόγω των παραπάνω στάσεων η βυζαντινή δὐναμη στην Βαλκανική
εξασθένησε αρκετά, με αποτέλεσμα η αυτοκρατορία να δεχθεί τις πρώτες επιδρομές
από τους Πετσενέγκους, ένα νομαδικό τουρκικό φύλο και συγγενικό με τους Ούζους
και τους Κουμάνους.
Έτσι λοιπόν, από το 1046
έως το 1053 λαμβάνουν χώρα μεγάλες επιθέσεις των Πετσενέγκων στα
βυζαντινά εδάφη. Σε όλη σχεδόν τη διάρκεια του 11ου αιώνα οι Πετσενέγοι
βρίσκονταν σε διαρκή κινητικότητα έναντι του Βυζαντινού κράτους, ευρισκόμενοι
είτε στην θέση των συμμάχων αυτού (τους οποίους χρησιμοποιούσε η πάγια
βυζαντινή διπλωματική τακτική απέναντι σε λαούς που πραγματοποιούσαν εισβολές
και λεηλασίες στα εδάφη της), είτε σε θέση αντιπάλων της αυτοκρατορίας, οι
οποίοι προέβαιναν σε διαρκείς επιδρομές λεηλατώντας, ανελέητα, τις
παραδουνάβιες βυζαντινές επαρχίες της Βαλκανικής (όπως το Παρίστριον Θέμα,
το Θέμα της Βουλγαρίας, αλλά και η Μακεδονία), αποσπώντας, ενίοτε, προσωρινά
εδάφη. Δέον να επισημάνουμε ότι μεταξύ των ετών 1036 και 1045 ορισμένα φύλα των
Πετσενέγκων, καίτοι είχαν δείξει αρχικά επιθετική συμπεριφορά κατά του
Βυζαντίου, τελικά υπέγραψαν συνθήκη με την αυτοκρατορία, δέχθηκαν τον
χριστιανισμό και εγκαταστάθηκαν μονίμως ως «φοιδεράτοι» σε αυτοκρατορικά εδάφη.
Στην γενική εικόνα, όμως, το βυζαντινό κράτος δεν κατόρθωσε να επιβάλλει την
ειρηνική συνύπαρξη με τον συγκεκριμένο λαό. Το αποτέλεσμα ήταν ότι, τόσο οι
εκχριστιανισμένοι Πετσενέγκοι φοιδεράτοι όσο και οι υπόλοιποι, εκτός των
βυζαντινών συνόρων, Πετσενέγοι να δημιουργούν συνεχώς προβλήματα στα σύνορα ή
και εντός της αυτοκρατορίας μέχρι και τις αρχές του 12ου αιώνα. Την λύση, μετά
από μερικές δεκαετίες, θα την φέρει, σε πρώτη φάση, ο Αλέξιος Α' Κομνηνός όταν
με την βοήθεια των Κουμάνων θα τους συντρίψει στην Μάχη του Λεβουνίου το 1091
και οριστικώς ο γιος του Ιωάννης το 1123 όταν και θα τους εξαφανίσει, στην
κυριολεξία, στην Μάχη της Βερόης (σημερινή Στάρα Ζαγόρα της Βουλγαρίας).
Το 1045 ιδρύεται το
Πανεπιστήμιο των Μαγγάνων: Η πανεπιστημιακή αυτή Σχολή είχε ως
αποστολή της την εκπαίδευση ανωτάτων υπαλλήλων της αυτοκρατορίας αλλά και
καταρτισμένων νομικών. Ήταν χωρισμένη σε δύο τομείς, τον φιλοσοφικό με
προϊστάμενο τον Ύπατο των Φιλοσόφων, θέση την οποία για έτη κατείχε ο λόγιος Μιχαήλ
Ψελλός, και τον νομικό με προϊστάμενο τον Νομοφύλακα που
ήταν ο διακεκριμένος νομικός και δικαστής Ιωάννης Ξιφιλίνος. Ο
Ξιφιλίνος έγινε αργότερα, το 1064, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.
Το Σχίσμα του 1054: Οι
παρεμβάσεις του πάπα σε μητροπόλεις της νότιας Ιταλίας που εντάσσονταν στη
δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως αποτέλεσαν την αφορμή για να
ανακινηθούν οι δογματικές, λειτουργικές και εθιμικές διαφορές
(το filioque, το πρωτείον του πάπα κ.λπ.) μεταξύ των δυο Εκκλησιών.
Επιπλέον, εκείνη την εποχή Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ήταν ο λίαν
φιλόδοξος Μιχαήλ Κηρουλάριος. Ο ίδιος συνήθιζε να θεωρεί, αλλά
και να αποκαλεί τον Πάπα ως «Αδελφό» και όχι ως «Πατέρα». Επιπρόσθετα συνήθιζε
να χρησιμοποιεί στα έγγραφά του τον τίτλο «Οικουμενικός Πατριάρχης», αν και οι
προκάτοχοί το απέφευγαν για να μην προκαλέσουν τον Πάπα. Με βάση τα
παραπάνω ο Πάπας, στις επιστολές του τόσο προς τον βυζαντινό αυτοκράτορα όσο
και προς τον Πατριάρχη έθεσε επί τάπητος το ζήτημα της πρωτοκαθεδρίας της
Εκκλησίας της Ρώμης. Στηλιτεύει την προσπάθεια αυτοαναγορεύσεως ως
«Οικουμενικού» του Κηρουλάριου, ως ενδεικτική των προθέσεων της Ανατολικής
Εκκλησίας. Με όπλο την πατερική παράδοση, τα λεγόμενα και «όρια αιώνια» και τη
Ρωμαϊκή πολιτική παράδοση από την οποία εκπηγάζει ο ίδιος ο αυτοκρατορικός
τίτλος, υπενθυμίζει την υποχρέωση των Βυζαντινών να σεβαστούν και να αποδεχτούν
την Εκκλησία της Ρώμης ως την Κεφαλή- Μητέρα των Εκκλησιών και τον Πάπα ως
πρώτο τη τάξει.
Προκειμένου να διευθετηθούν οι διαφορές μεταξύ της Ανατολικής Εκκλησίας, δηλαδή του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως, και της Ρωμαϊκής Εκκλησίας αποφασίστηκε να σταλούν αντιπρόσωποι του τότε Πάπα Λέοντα Θ΄. Η αντιπροσωπεία του Πάπα είχε επικεφαλής τον Καρδινάλιο Ουμβέρτο, ο οποίος ήταν ένας μεταρρυθμιστής (είχε συγγράψει το 1051 το Diversorum Patrum Senteniae, το οποίο ήταν εγχειρίδιο Κανονικού Δικαίου). Ο ίδιος δεν διάκειτο φιλικά προς την Ανατολική Εκκλησία.
Το αποτέλεσμα ήταν να ναυαγήσουν οι συνομιλίες μεταξύ των παπικών απεσταλμένων και των Βυζαντινών αντιπροσώπων με επικεφαλής τον Πατριάρχη. Έτσι επήλθε η ρήξη με την κατάθεση αναθέματος στην Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας από τον Ουμβέρτο και την ανταπάντηση, επίσης με ανάθεμα, από την Ανατολική Εκκλησία (το οποίο, όμως, εξαιρούσε τον Πάπα). Έτσι, έχουμε το οριστικό σχίσμα, το οποίο επηρέασε κατά τους επόμενους αιώνες τις πολιτικές εξελίξεις σε Δύση και Ανατολή. Βεβαίως, να τονίσουμε εδώ ότι οι Βυζαντινοί ιστορικοί της εποχής δεν έδωσαν ιδιαίτερη σημασία σε εκείνο το γεγονός. Σύμφωνα, μάλιστα, με νεώτερες ιστορικές απόψεις το 1054 δεν αποτέλεσε κομβικό σημείο τριβής μεταξύ των δύο Εκκλησιών. Σε αυτό ίσως συνετέλεσε και η αποφυγή αφορισμού του Πάπα από τον Κηρουλάριο, ο οποίος αφόρισε μόνο τον Ουμβέρτο και την υπόλοιπη παπική αποστολή. Όπως και να έχει όμως, ήδη οι δύο κόσμοι είχαν εισέλθει σε τροχιά απομάκρυνσης ο ένας από τον άλλο.
Υποτίμηση χρυσού
νομίσματος: Ο Κωνσταντίνος Θ' ο Μονομάχος προέβη σε υποτίμηση του
χρυσού Ιστάμενου (ο βυζαντινός Σόλιδος ονομάζονταν έτσι από την βασιλεία του
Βασιλείου Β'). Η υποτίμηση έγινε με την μορφή της νόθευσης του χρυσού
νομίσματος των 24 καρατίων με την χρησιμοποίηση ευτελών μετάλλων. Κατά
συνέπεια, η σύνθεση του νέου υποτιμημένου νομίσματος που εξέδωσε περιελάμβανε
87% χρυσό, 10,90% άργυρο και 2,1% χαλκό Σκοπός του ήταν να πληρώσει τα
μισθοφορικά στρατεύματα, τα οποία είχαν αρχίσει να αντικαθιστούν τον παλιό
θεματικό στρατό λόγω της σταδιακής εξαφάνισης των μικροϊδιοκτητών γης από την
ανεξέλεγκτη δράση των Δυνατών. Ήδη, πριν μερικά χρόνια, ο αυτοκράτορας Ρωμανός
Γ' Αργυρός (1028-1034) κατήργησε το "αλληλέγγυον" του Βασιλείου Β',
με βάση το οποίο υποχρεώνονταν οι μεγαλογαιοκτήμονες να καταβάλουν τις
φορολογικές επιβαρύνσεις που αδυνατούσαν να αποδώσουν οι μικροαγρότες. "Ρωμανός
δε λοιπόν, ος Αργυρόπωλος εκαλείτο, των σκήπτρων επιλαμβάνεται και αυτίκα το
αλληλέγγυον φορολόγημα ριζόθεν εξέκοψε..., και όσοι των επισκόπων εκ του
αλληλεγγύου φορολογήματος εις ένδειαν συνεληλύθεισαν, παρ' αυτού
ανεκτήθησαν". (Ιωάννης Ζωναράς)
Την επόμενη χρονιά του Σχίσματος,
το 1055, ο Κωνσταντίνος ο Μονομάχος πεθαίνει ευρισκόμενος στην Μονή Μαγγάνων
την οποία ίδρυσε και ευεργέτησε μέσω της Πρόνοιας. Τον διεδέχθη στον θρόνο
η Θεοδώρα αδερφή της Ζωής, η οποία, στο μεταξύ, είχε πεθάνει λίγα χρόνια πιο
πριν. Η Βασιλεία του ανήκει στην 50ετία της παρακμής και της σήψης.
Εν κατακλείδι, πρόκειται για έναν
ανίκανο αυτοκράτορα ο οποίος:
• σπατάλησε τα χρήματα που είχε
συγκεντρώσει ο Βασίλειος ο Β'
• προώθησε τους μισθοφόρους στον
στρατό
• άφησε τα της πολιτείας στα χέρια της παράταξης των
Πολιτικών/Γραφειοκρατών
• νόθευσε το νόμισμα
Βιβλιογραφία
Πρωτογενείς πηγές:
1. Μιχαήλ Ατταλειάτης, Ιστορία.
2. Ιωάννης Ζωναράς, Επιτομή Ιστοριών.
3. Γεώργιος Κεδρηνός, Σύνοψις Ιστοριών.
4. Νεαρές Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου
5. Νεαρές Ρωμανού Γ' Αργυρού
Δευτερογενείς
5. Νεαρές Ρωμανού Γ' Αργυρού
Δευτερογενείς
1. Χριστοφιλοπούλου Αικατερίνη, Βυζαντινή Ιστορία Β' Τόμος.
2. Οστρογκόρσκυ Γκέοργκ, Ιστορία του Βυζαντινού
κράτους.
3. Wikipedia: Λήμμα Κωνσταντίνος Θ' Μονομάχος.
4. Ράνσιμαν Στήβεν, Δύση και Ανατολή σε Σχίσμα.
5. Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, Η αυτοκρατορία σε
κρίση.
6. Χέριν Τζούντιθ, Τι είναι το Βυζάντιο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου