ἦν δὲ καλὸς ὁ Τζιμισχῆς, εὔοπτος, εὔχρους, εὖθριξ, καρτερικός, ἀνδρόσπλαγχνος, εὐκάρδιος, ἀνδρόνους, καὶ μαχητὴς ἀπρόσμαχος καὶ βουλευτὴς ὀξύνους, ἄνθρωπος μεγαλόψυχος, σώφρων, ἀνδρεῖος, πρᾶος, καὶ δόρυ δολιχόσκιον κραδαίνειν ἠσκημένος καὶ τόξου ἕλκειν τὴν νευρὰν ἐπὶ βελῶν γλυφίσιν, ἀνὴρ ἐλευθερόψυχος, οὐχ ὑποτρέφων κότον, οὐ τῆς κακίας φωλεὸν τεκταίνων τὴν καρδίαν, οὐδὲ ζηλῶν τὸ ζάκοτον καμήλου βαρυχόλου. (Κωνσταντίνος Μανασσής: «Σύνοψις Χρονική») Οι Βυζαντινοί ιστοριογράφοι που έγραψαν για τον Ιωάννη Τζιμισκή ήταν οι Λέων ο Διάκονος , Ιωάννης Σκυλίτζης , Γεώργιος Κεδρηνός , Ιωάννης Ζωναράς και Κωνσταντίνος Μανασσής . Ήταν, εν μέρει, αρμενικής καταγωγής. Το πραγματικό του όνομα ήταν Τζεμσίκ ή Τζεμεσγίγκ. Πρόκειται για αρμενική επωνυμία που αναφέρεται στο βραχύ του παράστημα. Οι Άραβες τον ονόμαζαν Σουμουσγίγκ ή Τζουμουστιγκίν. Ο Πατριάρχης Πολύευκτος του επιβάλλει να αποκηρύξει την Θεοφανώ προκειμένου να τον σ...
“καί ἐπί τῆς αὐτοῦ βασιλείας ἐνεκαινίσθη τό τότε Βυζάντιον ἐπί τῆς ὑπατείας Γαλλιανοῦ καί Συμμάχου, Τοῦ αὐτοῦ δέ βασιλέως Κωνσταντίνου ποιήσαντος πρόκεσσον ἐπί πολύν χρόνον, ἀπό Ρώμης ἐλθόντος ἐν τῷ Βυζαντίῳ ὅστις καί τό πρώην τεῖχος τῆς αὐτῆς πόλεως, ἐκέλευσεν αὐτήν Κωνσταντινούπολιν λέγεσθαι, ἀναπληρώσας καί τό Ἱππικόν καί κοσμήσας αὐτό χαλκουργήμασι καί πάσῃ ἀρετῄ, κτίσας ἐν αὐτῷ καί κάθισμα θεωρίου βασιλικοῦ καθʹ ὁμοιότητα τοῦ ἐν Ρώμῃ ὅντος.” (Ἰωάννης Μαλάλας: "Χρονογραφία")