ἦν δὲ καλὸς ὁ Τζιμισχῆς, εὔοπτος,
εὔχρους, εὖθριξ, καρτερικός, ἀνδρόσπλαγχνος,
εὐκάρδιος, ἀνδρόνους, καὶ μαχητὴς
ἀπρόσμαχος καὶ βουλευτὴς ὀξύνους,
ἄνθρωπος μεγαλόψυχος, σώφρων,
ἀνδρεῖος, πρᾶος, καὶ δόρυ δολιχόσκιον
κραδαίνειν ἠσκημένος καὶ τόξου
ἕλκειν τὴν νευρὰν ἐπὶ βελῶν γλυφίσιν,
ἀνὴρ ἐλευθερόψυχος, οὐχ ὑποτρέφων
κότον, οὐ τῆς κακίας φωλεὸν τεκταίνων
τὴν καρδίαν, οὐδὲ ζηλῶν τὸ
ζάκοτον καμήλου βαρυχόλου.
(Κωνσταντίνος Μανασσής: «Σύνοψις Χρονική»)
Οι Βυζαντινοί
ιστοριογράφοι που έγραψαν για τον Ιωάννη Τζιμισκή ήταν οι Λέων ο Διάκονος, Ιωάννης
Σκυλίτζης, Γεώργιος Κεδρηνός, Ιωάννης Ζωναράς και Κωνσταντίνος Μανασσής.
Ήταν, εν μέρει,
αρμενικής καταγωγής. Το πραγματικό του όνομα ήταν Τζεμσίκ ή Τζεμεσγίγκ.
Πρόκειται για αρμενική επωνυμία που αναφέρεται στο βραχύ του παράστημα. Οι
Άραβες τον ονόμαζαν Σουμουσγίγκ ή Τζουμουστιγκίν. Ο Πατριάρχης Πολύευκτος του
επιβάλλει να αποκηρύξει την Θεοφανώ προκειμένου να τον στέψει αυτοκράτορα. Ο
Τζιμισκής την στέλνει σε μοναστήρι και νυμφεύεται μία από αδελφές του Ρωμανού
Β’, την Θεοδώρα. Είχε ως συνεργάτες
τον Βάρδα τον Σκληρό και τον Πέτρο τον Φωκά.
Το 971, και ενώ είχε
ολοκληρώσει τις στρατιωτικές ετοιμασίες για την εκστρατεία κατά του
Σβιατοσλάβου, προέκυψε η στάση των Λέοντα
και Βάρδα Φωκά. Αφου απέτυχαν οι
διαπραγματεύσεις με τους στασιαστές ο Τζιμισκής αποστέλλει τον Βάρδα τον Σκληρό
με σκοπό να προσεταιρισθεί μέσω δωροδοκίας όσους περισσότερους μπορούσε από το
στρατόπεδο των στασιαστών Φωκάδων. Τελικά το σχέιο του ευδοκίμισε αποφεύγοντας
με αυτό τον τρόπο έναν άσκοπο εμφύλιο.
Γύρω στα 972
παντρεύει την ανηψιά του Θεοφανώ με
τον γιο του Όθωνος Α’ τον Όθωνα Β’ προκειμένου να αποκαταστήσει τις
διπλωματικές σχέσεις του Βυζαντίου με την Δύση, οι οποίες είχαν διαταραχτεί επί
της βασιλείας του Νικηφόρου Φωκά. Το αποτέλεσμα ήταν να μεταφερθούν σημαντικά
στοιχεία το βυζαντινού πολιτισμού στην Γερμανία. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο
‘Οθων ο Γ’, γιος της Θεοφανούς και του ‘Οθωνος Β’, ένοιωθε πιο πολύ Βυζαντινός
παρά Γερμανός. Για την Θεοφανώ έχουμε πολλές πληροφορίες από δύο δυτικά
χρονικά. Το Χρονικόν του Θίετμαρ ή Τίτμαρ του Μερσεβουργινού και το Χρονικόν
του Κεδλιμβούργου.
Στην Βαλκανική ο Ρώσος
πρίγκιπας του Κιέβου Ιγκόρ είχε κληθεί στα Βαλκάνια ως σύμμαχος των Βυζαντινών
από τον Νικηφόρο Φωκά για να πολεμήσει κατά των Βουλγάρων, πράγμα το οποίο
καταρχήν έπραξε. Στη συνέχεια, όμως, φρόντιζε να κρατά τα εδάφη που κατακτούσε
για τον εαυτό του και να επιτίθεται, επιπλέον, εναντίον της αυτοκρατορίας. Ο
Νικηφόρος Φωκάς δεν πρόλαβε να τον αντικρούσει γιατί δολοφονήθηκε. Το αποτέλεσμα
ήταν το 970, μεταξύ άλλων, να πολιορκήσει και την Αδριανούπολη.
Οι επιθέσεις του
Σβιατοσλάβ κατά της αυτοκρατορίας τερματίστηκαν όταν ο Ιωάννης Τζιμισκής, μετά
από τρίμηνες επιχειρήσεις τον κατετρόπωσε και τον ανάγκασε να επιστρέψει στην
επικράτειά του, υπογράφοντας Συνθήκη ειρήνης. Μετά την αποχώρηση των Ρώσων ο
Τζιμισκής κατέλυσε το Βουλγαρικό κράτος, το ενσωμάτωσε στην αυτοκρατορία ενώ έθεσε
την Εκκλησία Βουλγαρίας στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Ο Τζιμισκής συνεχίζει
τις επιτυχημένες εκστρατείες προς ανατολάς, τις οποίες εγκαινίασαν ο Ρωμανός
Λακαπηνός και συνεχίστηκαν έως τον Νικηφόρο Φωκά. Το 974 ξεκινά την πρώτη του
εκστρατεία στην ανατολή αλλά παρεκλίνει προς την Αρμενία ώστε να διευθετήσει
μία ενδοδυναστική διαμάχη στο αρμενικό βασίλειο. Το επόμενος έτος, το 975,
πραγματοποίησε την δεύτερή του εκστρατεία εναντίον των Αράβων. Το Βυζάντιο
επανακτά την Έμεσα το Μπάαλμπεκ, την Δαμασκό και την Καισάρεια, φθάνοντας μία
ανάσα από την Ιερουσαλήμ.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου