Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ιωάννης Α’ Κουρκούας Τζιμισκής (969-976)



ἦν δὲ καλὸς ὁ Τζιμισχῆς, εὔοπτος,
εὔχρους, εὖθριξ, καρτερικός, ἀνδρόσπλαγχνος,
εὐκάρδιος, ἀνδρόνους, καὶ μαχητὴς
ἀπρόσμαχος καὶ βουλευτὴς ὀξύνους,
ἄνθρωπος μεγαλόψυχος, σώφρων,
 ἀνδρεῖος, πρᾶος, καὶ δόρυ δολιχόσκιον
 κραδαίνειν ἠσκημένος καὶ τόξου
ἕλκειν τὴν νευρὰν ἐπὶ βελῶν γλυφίσιν,
 ἀνὴρ ἐλευθερόψυχος, οὐχ ὑποτρέφων
 κότον, οὐ τῆς κακίας φωλεὸν τεκταίνων
 τὴν καρδίαν, οὐδὲ ζηλῶν τὸ
 ζάκοτον καμήλου βαρυχόλου.
(Κωνσταντίνος Μανασσής: «Σύνοψις Χρονική»)

Οι Βυζαντινοί ιστοριογράφοι που έγραψαν για τον Ιωάννη Τζιμισκή ήταν οι Λέων ο Διάκονος, Ιωάννης Σκυλίτζης, Γεώργιος Κεδρηνός, Ιωάννης Ζωναράς και Κωνσταντίνος Μανασσής.

Ήταν, εν μέρει, αρμενικής καταγωγής. Το πραγματικό του όνομα ήταν Τζεμσίκ ή Τζεμεσγίγκ. Πρόκειται για αρμενική επωνυμία που αναφέρεται στο βραχύ του παράστημα. Οι Άραβες τον ονόμαζαν Σουμουσγίγκ ή Τζουμουστιγκίν. Ο Πατριάρχης Πολύευκτος του επιβάλλει να αποκηρύξει την Θεοφανώ προκειμένου να τον στέψει αυτοκράτορα. Ο Τζιμισκής την στέλνει σε μοναστήρι και νυμφεύεται μία από αδελφές του Ρωμανού Β’, την Θεοδώρα. Είχε ως συνεργάτες τον Βάρδα τον Σκληρό και τον Πέτρο τον Φωκά.

Το 971, και ενώ είχε ολοκληρώσει τις στρατιωτικές ετοιμασίες για την εκστρατεία κατά του Σβιατοσλάβου, προέκυψε η στάση των Λέοντα και Βάρδα Φωκά. Αφου απέτυχαν οι διαπραγματεύσεις με τους στασιαστές ο Τζιμισκής αποστέλλει τον Βάρδα τον Σκληρό με σκοπό να προσεταιρισθεί μέσω δωροδοκίας όσους περισσότερους μπορούσε από το στρατόπεδο των στασιαστών Φωκάδων. Τελικά το σχέιο του ευδοκίμισε αποφεύγοντας με αυτό τον τρόπο έναν άσκοπο εμφύλιο.

Γύρω στα 972 παντρεύει την ανηψιά του Θεοφανώ με τον γιο του Όθωνος Α’ τον Όθωνα Β’ προκειμένου να αποκαταστήσει τις διπλωματικές σχέσεις του Βυζαντίου με την Δύση, οι οποίες είχαν διαταραχτεί επί της βασιλείας του Νικηφόρου Φωκά. Το αποτέλεσμα ήταν να μεταφερθούν σημαντικά στοιχεία το βυζαντινού πολιτισμού στην Γερμανία. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ‘Οθων ο Γ’, γιος της Θεοφανούς και του ‘Οθωνος Β’, ένοιωθε πιο πολύ Βυζαντινός παρά Γερμανός. Για την Θεοφανώ έχουμε πολλές πληροφορίες από δύο δυτικά χρονικά. Το Χρονικόν του Θίετμαρ ή Τίτμαρ του Μερσεβουργινού και το Χρονικόν του Κεδλιμβούργου.

Στην Βαλκανική ο Ρώσος πρίγκιπας του Κιέβου Ιγκόρ είχε κληθεί στα Βαλκάνια ως σύμμαχος των Βυζαντινών από τον Νικηφόρο Φωκά για να πολεμήσει κατά των Βουλγάρων, πράγμα το οποίο καταρχήν έπραξε. Στη συνέχεια, όμως, φρόντιζε να κρατά τα εδάφη που κατακτούσε για τον εαυτό του και να επιτίθεται, επιπλέον, εναντίον της αυτοκρατορίας. Ο Νικηφόρος Φωκάς δεν πρόλαβε να τον αντικρούσει γιατί δολοφονήθηκε. Το αποτέλεσμα ήταν το 970, μεταξύ άλλων, να πολιορκήσει και την Αδριανούπολη.

Οι επιθέσεις του Σβιατοσλάβ κατά της αυτοκρατορίας τερματίστηκαν όταν ο Ιωάννης Τζιμισκής, μετά από τρίμηνες επιχειρήσεις τον κατετρόπωσε και τον ανάγκασε να επιστρέψει στην επικράτειά του, υπογράφοντας Συνθήκη ειρήνης. Μετά την αποχώρηση των Ρώσων ο Τζιμισκής κατέλυσε το Βουλγαρικό κράτος, το ενσωμάτωσε στην αυτοκρατορία ενώ έθεσε την Εκκλησία Βουλγαρίας στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Ο Τζιμισκής συνεχίζει τις επιτυχημένες εκστρατείες προς ανατολάς, τις οποίες εγκαινίασαν ο Ρωμανός Λακαπηνός και συνεχίστηκαν έως τον Νικηφόρο Φωκά. Το 974 ξεκινά την πρώτη του εκστρατεία στην ανατολή αλλά παρεκλίνει προς την Αρμενία ώστε να διευθετήσει μία ενδοδυναστική διαμάχη στο αρμενικό βασίλειο. Το επόμενος έτος, το 975, πραγματοποίησε την δεύτερή του εκστρατεία εναντίον των Αράβων. Το Βυζάντιο επανακτά την Έμεσα το Μπάαλμπεκ, την Δαμασκό και την Καισάρεια, φθάνοντας μία ανάσα από την Ιερουσαλήμ.

Ο Ιωάννης Τζιμισκής πεθαίνει στις 10 Ιανουαρίου του 976, πιθανόν από δηλητηρίαση. Είναι λίαν πιθανόν η δηλητηρίασή του να οφείλεται στον Βασίλειο τον ευνούχο, νόθο γιο του Ρωμανού Λακαπηνού. Η πιθανή αιτία είναι ότι ο Τζιμισκής τον υποπτεύονταν για πράξεις διαφθοράς και είχε σκοπό να δώσει εντολή να ερευνηθεί το θέμα. Επομένως ο Βασίλειος είχε κάθε λόγο να θέλει να τον βγάλει από την μέση. Αξιοσημείωτο, τέλος, είναι το γεγονός ότι ο Τζιμισκής στην διαθήκη του άφηνε την περιουσία του στους φτωχούς.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Οι Δήμοι και ο ρόλος τους στο βυζαντινό κράτος

Οι «Δήμοι» στο Βυζάντιο αποτελούν κατάλοιπο των δημοκρατικών θεσμών. Αρχικά λειτουργούσαν ως λαϊκές ομάδες οι οποίες, στη συνέχεια, μετεξελίχθησαν σε αθλητικά σωματεία τα οποία είχαν επιφορτιστεί με την οργάνωση των ιππικών αγώνων.   Με την πάροδο του χρόνου, αυτά τα σωματεία απέκτησαν υπολογίσιμη πολιτική ισχύ. Από μαρτυρίες τις οποίες έχουμε η δραστηριότητά τους λάμβανε χώρα σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, τόσο στον ελλαδικό χώρο (Ρόδος, Γόρτυνα, Νέα Αγχίαλος κ.ά)  όσο και στη Μικρά Ασία (Μίλητος, Έφεσος Κύζικος, Πριήνη, Στρατονίκεια κ.ά), την Ανατολή (Αντιόχεια, Ιερουσαλήμ, Καισάρεια Παλαιστίνης, Έμεσα κ.ά) και την Αίγυπτο (Αλεξάνδρεια, Οξύρυγχος, Αντινόη κ.ά). Οι Δήμοι διακρίνονταν από τον χρωματισμό που είχαν τα εμβλήματά τους. Έτσι είχαμε τους Πράσινους, τους Λευκούς, τους Βένετους και τους Ρούσιους. Δηλαδή τέσσερις ξεχωριστούς Δήμους.  Επισήμως δεν είχαν κάποια πολιτική εξουσία. Από τον 5ο αιώνα οι αρχηγοί τους διορίζονταν από τον αυτοκρά

ΜΕΛΕΤΗ ΧΑΛΚΙΝΟΥ ΦΟΛΛΕΩΣ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

Περιγραφή Νομίσματος και σκιαγράφηση ιστορικού πλαισίου, εντός του οποίου εξεδόθη “ο δε αυτός βασιλεύς προεχειρίσατο κόμητα λαργιτιώνων Εν Κωνσταντινουπόλει τον από υπάτων Ιωάννην τον Παφλαγόνα τον λεγόμενον Καϊάφαν` όστις άπαν το προχωρόν κέρμα το λεπτόν εποίησε φολλερά προχωρείν εις πάσαν την Ρωμαϊκήν κατάστασιν έκτοτε” Ιωάννης Μαλάλας “Χρονογραφία” (για τους Φόλλεις που έκοψε ο Αναστάσιος) Ι. Εισαγωγή Η βυζαντινή νομισματική συνέχισε την ρωμαϊκή παράδοση της εκδόσεως τριών διαφορετικών νομισμάτων. Το ρωμαϊκό κράτος είχε σε κυκλοφορία χρυσά, αργυρά και χάλκινα νομίσματα. Το βυζαντινό το μιμήθηκε, μόνο που οι ονομασίες των νομισμάτων άλλαξαν. Το χρυσό ρωμαϊκό Aureus διεδέχθη ο χρυσούς Solidus, το αργυρό δηνάριο (Denarius) αντικαταστάθηκε από το Μηλιαρέσιον ενώ το χάλκινο Σεστέρτιο (Sestertius) έδωσε την θέση του στον Φόλλι. Η βυζαντινή νομισματική κυριαρχία είναι καθολική κατά την διάρκεια των μεσαιωνικών χρόνων. Σημείο καμπής αποτελεί ο 11ος αιώνας και

Ιστοριογραφικές πηγές για το Βυζάντιο

Οι πηγές, από τις οποίες αντλούμε πληροφορίες για την Βυζαντινή αυτοκρατορία, είναι δύο ειδών: οι άμεσες και οι έμμεσες. Ως άμεσες πηγές έχουμε τις εξής: ·        Νομοθεσία, για παράδειγμα ο Codex Theodosianus ή το Corpus   Iuris Civilis —   Πρακτικά και κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων —   Πρακτικά και κανόνες τοπικών Συνόδων —   Τα διάφορα έγγραφα που σώζονται (κυρίως σε παπύρους), κρατικά ή ιδιωτικά —   Επιγραφές, π.χ επιτύμβιες, επιγραφές μνημείων κ.λ.π —   Σφραγίδες, π.χ Χρυσόβουλα, Αργυρόβουλα, Μολυβδόβουλα —   Νομίσματα, π.χ ο βυζαντινός Σόλιδος, τα αργυρά Μιλιαρέσια, ή οι χάλκινες Φόλλεις —   Μνημεία —   Έργα Μικροτεχνίας, π.χ από Σμάλτο, Ελεφαντοστό κ.λ.π —   Μικρογραφίες, π.χ από το Χειρόγραφο του Σκυλίτζη —   Έργα πρακτικής χρησιμότητας για την κρατική διοίκηση και την στρατιωτική οργάνωση, π.χ για θέματα εθιμοτυπίας ή ιεραχικής τάξεως όπως τα έργα του Κωνσταντίνου του Ζ’ του Πορφυρογέννητου (945-959) —   Εκκλησιαστικά τακτικά ( Notita