Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΜΕΛΕΤΗ ΧΑΛΚΙΝΟΥ ΦΟΛΛΕΩΣ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ



Περιγραφή Νομίσματος και σκιαγράφηση ιστορικού πλαισίου, εντός του οποίου εξεδόθη

“ο δε αυτός βασιλεύς προεχειρίσατο κόμητα λαργιτιώνων
Εν Κωνσταντινουπόλει τον από υπάτων Ιωάννην τον
Παφλαγόνα τον λεγόμενον Καϊάφαν` όστις άπαν το
προχωρόν κέρμα το λεπτόν εποίησε φολλερά προχωρείν
εις πάσαν την Ρωμαϊκήν κατάστασιν έκτοτε”

Ιωάννης Μαλάλας “Χρονογραφία” (για τους Φόλλεις που έκοψε ο Αναστάσιος)

Ι. Εισαγωγή

Η βυζαντινή νομισματική συνέχισε την ρωμαϊκή παράδοση της εκδόσεως τριών διαφορετικών νομισμάτων. Το ρωμαϊκό κράτος είχε σε κυκλοφορία χρυσά, αργυρά και χάλκινα νομίσματα. Το βυζαντινό το μιμήθηκε, μόνο που οι ονομασίες των νομισμάτων άλλαξαν. Το χρυσό ρωμαϊκό Aureus διεδέχθη ο χρυσούς Solidus, το αργυρό δηνάριο (Denarius) αντικαταστάθηκε από το Μηλιαρέσιον ενώ το χάλκινο Σεστέρτιο (Sestertius) έδωσε την θέση του στον Φόλλι. Η βυζαντινή νομισματική κυριαρχία είναι καθολική κατά την διάρκεια των μεσαιωνικών χρόνων. Σημείο καμπής αποτελεί ο 11ος αιώνας και εδικά από το 1040 και μετά όταν και νοθεύεται ο Σόλιδος με ευτελή μέταλλα. Γεγονός πάντως είναι πως ήταν τόση η λάμψη του χρυσού Σόλιδου ώστε να επιχειρηθεί η αντιγραφή του από γειτονικά και μη βασίλεια. Στην ουσία μιλάμε για το δολάριο του Μεσαίωνος (Ahrweiler).

Η παρούσα μελέτη θα ασχοληθεί με ένα χάλκινο νόμισμα, τύπου  Φόλλεως, το οποίο εξέδωσε ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός κατά το τριακοστό έτος της βασιλείας του. Προτού, όμως, ασχοληθούμε με την μελέτη του συγκεκριμένου νομίσματος θα παραθέσουμε το ιστορικό πλαίσιο, εντός του οποίου εξεδόθη. 

ΙΙ. Ιστορικό Πλαίσιο

Ο Ιουστινιανός υπήρξε αυτοκράτωρ του 6ου μ.Χ αιώνος και συγκεκριμένα από το 527 έως το 565. Το πλήρες όνομά του ήταν Flavius Petrus Sabbatius Iustinianus. Διαδέχεται τον θείο του Ιουστίνο όταν εκείνος πεθαίνει το 527. Ακόμη, όμως, και την εποχή που ζούσε ο Ιουστίνος οι τύχες της αυτοκρατορίας περνούσαν από τον ανηψιό του.

Οι κατακτήσεις στην Δύση

Ὁ Ἰουστινιανός θέτει ὡς βασικό στόχο τήν ἐπανακατάκτηση (reconquista) τῶν ἀπωλεσθέντων δυτικῶν ρωμαϊκῶν ἐδαφῶν, ὥστε νά ἀποκατασταθεῖ ἡ Ρωμαϊκή αὐτοκρατορία. Οἱ πόλεμοί του θά ἐξουθενώσουν οἰκονομικά καί στρατιωτικά τήν αὐτοκρατορία ἐνῶ οἱ ἐδαφικές του προσαρτήσεις, ἄν καί σημαντικές (Βόρειος Ἀφρική, Ἰταλική χερσόνησος, νότια Ἰβηρική), θά ἀποδειχθοῦν πρόσκαιρες. Βεβαίως, να αναφέρουμε ότι ο Διονύσιος Ζακυθηνός (Χριστοφιλοπούλου, 290) συμφωνεί με την στροφή της εξωτερικής πολιτικής του Ιουστινιανού προς την Δύση ενώ η Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου διαφωνεί χαρακτηρίζοντάς την ανεδαφική και μη ρεαλιστική (Χριστοφιλοπούλου 291). Γενικά, οι περισσότεροι μελετητές δεν συμφωνούν με την Ιουστινιάνεια εμμονή για την επέκταση του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους στην Δύση. Γεγονός, πάντως, είναι ότι ο Ιουστινιανός χαρακτηρίζεται ως ο τελευταίος Ρωμαίος αυτοκράτωρ (Ostrogorsky, 143).

Το 533 ο στρατηγός Βελισσάριος εκστρατεύει κατά του βασιλείου των Βανδάλων στην Βόρεια Αφρική. Τον Σεπτέμβριο του 533 νικά τον στρατό του Γελίμερου στην περιοχή Δέκιμον.  Ο τελευταίος διαφεύγει και ο Βελισσάριος εισέρχεται στην Καρχηδόνα. Τον Δεκέμβριο του 533 στη θέση Τρικάμαρον συντρίβει οριστικά τον Γελίμερο που τελικά παραδίδεται και στέλνεται αιχμάλωτος στην Κωνσταντινούπολη. Μετά τους Βανδάλους σειρά παίρνουν οι Οστρογότθοι. Η αφορμή δίδεται με την φυλάκιση και δολοφονία της φιλοβυζαντινής βασίλισσας Αμαλασούνθας. Οι Βυζαντινοί κινούνται κατά του οστρογοτθικού κράτους από τον νότο με τον Βελισσάριο, ενώ από τον Βορρά, τα βυζαντινά στρατεύματα, με επικεφαλής τον Μούνδο, εισβάλλουν στην Δαλματία. Ο Βελισσάριος καταλαμβάνει την Σικελία το 535 και την Νάπολη το 536. Ο ηγεμόνας των Οστρογότθων Θευδάτος ανατρέπεται και εκτελείται. Την θέση του παίρνει ο γηραιός στρατηγός Ουίτιγης που κατέφυγε στην Ραβέννα. Τον Δεκέμβριο του 536 ο Βελισσάριος εισέρχεται θριαμβευτής στην Ρώμη. Το 537 οι Οστρογότθοι πολιορκούν την Ρώμη. Η πολιορκία λύνεται τον Μάρτιο του 538 και ο Βελισσάριος με τις ενισχύσεις που πήρε στρέφεται προς την Ραβέννα, το κέντρο των Οστρογότθων. Τελικά, τον Μάϊο του 540 ο Βελισσάριος καταλαμβάνει την Ραβέννα και στέλνει αιχμάλωτο στην Κωνσταντινούπολη τον Ουίτιγη. Το 542 οι Οστρογότθοι με νέο αρχηγό τον Τωτίλα ανασυγκροτούνται και ανακαταλαμβάνουν μεγάλο μέρος της Ιταλίας. Ο Βελισσάριος που στέλνεται δεν καταφέρνει και πολλά πράγματα γιατί δεν του εδόθησαν ικανές ενισχύσεις. Το 551 αναλαμβάνει ο Ναρσής. Την επόμενη χρονιά συντρίβει τον στρατό του Τωτίλα στην περιοχή της Ουμβρίας, ενώ ο τελευταίος σκοτώνεται στην μάχη. Το 554 ο Ναρσής συντρίβει και τον ενωμένο στρατό Φράγκων και Αλαμανών στην Καπύη της Απουλίας και οριστικοποιεί την κατάκτηση της Ιταλικής Χερσονήσου. Το 552 βυζαντινό εκστρατευτικό σώμα προσφέρει την βοήθειά του στον Βησιγότθο Αθανάγιλδο και κατέλαβε το νότιο τμήμα της Ιβηρικής.

Οι πολεμικές αντιπαραθέσεις με την Σασσανιδική Περσία

Παράλληλα, όμως, με την εξόρμησή του στην Δύση ο Ιουστινιανός είχε να αντιμετωπίσει τον μεγάλο τότε αντίπαλο του βυζαντινού κράτους που ήταν η περσική αυτοκρατορία των Σασσανιδών. Οι πόλεμοι με τους Σασσανίδες έλαβαν χώρα, σε πρώτη φάση, απέναντι στον βασιλιά τους τον Καβάδη και μετά απέναντι στον διάδοχό του Χοσρόη τον Α’. Η πρώτη σειρά πολέμων έγινε από το 529 έως το 532 και έληξε με την υπογραφή της Συνθήκης της “Αιώνιας Ειρήνης”, κατά την οποία οι Βυζαντινοί ανέλαβαν να καταβάλλουν ετήσια χορηγία στην Περσία. Ο δεύτερος βυζαντινοπερσικός πόλεμος ξέσπασε το 540 με την εισβολή των περσικών στρατευμάτων στην Συρία και κράτησε έως το 542 με την υπογραφή νέας συνθήκης και την αύξηση της ετήσιας αποζημιώσεως που κατέβαλλε το βυζαντινό κράτος στο περσικό. Αξίζει να σημειωθεί το γεγονός ότι και στις δύο βυζαντινοπερσικές συρράξεις επικεφαλής των βυζαντινών στρατευμάτων ήταν ο Βελισσάριος, ενώ το 542 ο πόλεμος έληξε λόγω της επιδημίας πανώλης, η οποία έπληξε, σε μεγάλο βαθμό, τους βυζαντινούς πληθυσμούς. Τα αποτελέσματα αυτών των πολέμων ήταν αμφίρροπα και δεν άλλαξαν ιδιαίτερα τον χάρτη. Τέλος, αξιοσημείωτη είναι η χρησιμοποίηση των αραβικών φύλων ως συμμάχους και από τις δύο πλευρές. Οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν ως φοιδεράτους τους Γασσανίδες που ήταν χριστιανοί και οι Πέρσες τους Λαχμίδες, τους οποίους είχαν ως υποτελείς.

Η εσωτερική πολιτική   

Αναφορικά, τώρα, με την πολιτική που ήσκησε ο Ιουστινιανός στα εσωτερικά πράγματα της αυτοκρατορίας θα ξεχωρίσουμε την νέα κωδικοποίηση των νόμων. Πρόκειται για το περίφημο Corpus Iuris Civilis, τό ὁποῖο ἀποτέλεσε τή βάση γιά ὅλα τά μετέπειτα νομοθετικά ἔργα στό Βυζάντιο. Τήν ἐποπτεία του ἀνέλαβε ὁ ἐπιφανῆς νομομαθῆς Τριβωνιανός, εἱς ἐκ τῶν στενῶν συνεργατῶν τοῦ Ἰουστινιανοῦ. Το Corpus Iuris Civilis αποτελείτο από τέσσερα μέρη. Τό πρῶτο μέρος ὀνομάζονταν «Ἰουστινιάνειος Κώδιξ» (Codex Iustinianus) καί περιελάμβανε κωδικοποιημένες τίς αὐτοκρατορικές διατάξεις μέχρι τήν ἐποχή του. Τό δεύτερο μέρος, «Οἱ Πανδέκται» (Digesta), ἦταν μία συλλογή ἀποσπασμάτων ἀπό διάφορα ἔργα διακεκριμένων Νομομαθῶν. Σκοπός τῆς συλλογῆς αὐτῆς ἦταν νά ἀναδείξει τίς ἀπόψεις τους πάνω σέ διάφορα νομικά ζητήματα. Τό τρίτο μέρος εἶχε τόν τίτλο «Εἰσηγήσεις» (Instituta) καί ἀποτελοῦσε, στήν οὐσία, μία σύνοψη, ἕνα πρακτικό ἐγχειρίδιο θά λέγαμε στά χέρια τῶν σπουδαστῶν τῶν Νομικῶν Ἐπιστημῶν. Τέλος, οἱ «Νεαραί» (Novellae), πού πρέπει ἐδῶ νά σημειωθεῖ ὅτι ἐγράφησαν στήν Ἑλληνική, ἀποτελοῦσαν τά νομοθετικά διατάγματα μετά τή σύνταξη τοῦ Ἰουστινιάνειου Κώδικος. Βρισκόμαστε, ἐξάλλου, στόν 6ο αἰώνα ὅπου ἡ Λατινική ἔχει ὑποχωρήσει σχεδόν ὁλοκληρωτικά στό Βυζάντιο.

Εκτός του Τριβωνιανού οἱ ὑπόλοιποι στενοί του συνεργάτες ἦταν ὁ Ἰωάννης Καππαδόκης ‐ὁ ὁποῖος ἀνέλαβε τή διαχείριση τῶν δημοσίων οἰκονομικῶν‐, οἱ στρατηγοί Βελισσάριος, Ναρσής καί Μούνδος, ὁ ἱστοριογράφος Προκόπιος, οἱ ἀρχιτέκτονες τῆς Ἁγίας Σοφίας Ἀνθέμιος καί Ἰσίδωρος, ο διπλωμάτης Πέτρος Πατρίκιος, μά πάνω ἀπʹ ὅλους κορυφαία συνεργάτις καί ἐμπνευστής του ὑπῆρξε ἡ σύζυγός του Θεοδώρα.

Η Στάσις του Νίκα

Το 532 Ὁ Ἰουστινιανός καταπνίγει τή Στάση τοῦ Νίκα πού ξεκίνησε ἀπό τόν Ἱππόδρομο. Ἡ στάση ὑποκινήθηκε ἀπό τούς Δήμους. Οι Δήμοι ήταν λαϊκές ὁμάδες πού μετεξελίχθησαν σέ ἀθλητικά σωματεῖα, τά ὁποῖα μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ἀπέκτησαν ὑπολογίσιμη πολιτική ἰσχύ. Οι δύο ισχυρότεροι Δήμοι ήταν οι Βένετοι και οι Πράσινοι, οι οποίοι απορρόφησαν τους μικρότερους. Η στάση αυτή λίγο ἔλλειψε νά τόν ρίξει ἀπό τόν θρόνο. Ξεκίνησε έχοντας ως πρόσχημα την μη απόδοση χάριτος από τον αυτοκράτορα σε δύο μέλη των Δήμων. Με αφορμή, λοιπόν, το παραπάνω οι τελευταίοι επεδόθησαν σε μία προσπάθεια ανατροπής του αυτοκράτορος. Όσες προσπάθειες και να έκανε ο Ιουστινιανός, προκειμένου να κατευνάσει το πλήθος, εκείνοι δεν επείσθησαν. Τουναντίον, υπέδειξαν ως αυτοκράτορα τον Υπάτιο, έναν ανηψιό του Αναστασίου (Μαλάλας 377). Τα πράγματα είχαν πάρει πολύ άσχημη τροπή και ο Ιουστινιανός εσκέφθη, προς στιγμήν, να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη. Σέ αὐτή τήν ἐξαιρετικά κρίσιμη στιγμή τόν ἔσωσε ἡ Θεοδώρα, ἡ ὁποία στάθηκε δίπλα του ἐμψυχώνοντάς τον καί ἀποτρέποντας τον ταυτόχρονα από τήν φυγή που είχε ήδη προσχεδιάσει. Τα λόγια της, παροιμιώδη, έμειναν στην ιστορία δείχνοντας μία γυναίκα με τόλμη και αποφασιστικότητα: “ἐμέ γάρ τίς καί παλαιός ἀρέσκει λόγος, ὡς καλόν ἐντάφιον ἡ βασιλεία ἐστί”. (Προκόπιος, 126).

Ἁγία Σοφία

Ἀπό τά οἰκοδομήματα τοῦ Ἰουστινιανοῦ τό πλέον λαμπρό εἶναι, ἀναμφισβήτητα, ἡ Ἁγία Σοφία, διαχρονικό σύμβολο τοῦ Βυζαντινοῦ κλέους καί πολιτισμοῦ. Στις 23 Φεβρουάριου του 532 μ.Χ τίθενται τα θεμέλια της Αγίας Σοφίας από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό. Το 537 οι εργασίες ανεγέρσεως τελείωσαν. Τα μάρμαρα του ναού μεταφέρθηκαν από διάφορα μέρη της γης. Ο Ιουστινιανός ανέθεσε τα σχέδια και την ανοικοδόμηση του επιβλητικού κτίσματος σε δύο Έλληνες αρχιτέκτονες: τον Ανθέμιο από τις Τράλλεις και τον Ισίδωρο από τη Μίλητο. Ο Ανθέμιος ανήκε σε επιφανή οικογένεια μορφωμένων, όπου το περιβάλλον επέδρασε καταλυτικά τόσο στην μόρφωσή του όσο και στην όλη εν γένει παιδεία του. Ο αυτοκράτωρ έδωσε στους δύο αρχιτέκτονες όλα τα μέσα και επιστατούσε ο ίδιος για την ταχύτερη περάτωση του έργου. Το ρυθμό της Αγίας Σοφίας χαρακτηρίζει αρμονία και ελαφρότητα, διαχέεται με άφθονο φως από τα πολλά παράθυρα (σε αντίθεση με τον γοτθικό ρυθμό της Notre Dame των Παρισίων). Επιπλέον, με τον κεντρικό θόλο (ο οποίος κατέρρευσε το 562 εξαιτίας ενός ισχυρού σεισμού και στερεώθει εκ νέου), δεχόμενον τις προς τον παντοκράτορα δεήσεις, αποτελεί ιδιάζοντα τύπο ναού. Μοναδικός ήταν επίσης ο πλουσιότατος διάκοσμος, όχι μόνον των ποικολοχρόων και σπανίων μαρμάρων, αλλά και των επί κυανού εδάφους χρυσών μωσαϊκών, των χρυσών και αργυρών σκευών με την άφθονη επιχρύσωση. Σε αντίθεση με την αρχαία ελληνική λιτότητα, η επίδραση της Ανατολής, εισάγει στην Αγία Σοφία τον πλούσιο διάκοσμο ως καλλιτεχνικό στοιχείο. Ο κυρίως χώρος του κτίσματος έχει σχήμα περίπου κυβικό. Τέσσερις τεράστιοι τετράγωνοι στύλοι, οι οποίοι απέχουν μεταξύ τους 30 μέτρα στηρίζουν τα τέσσερα μεγάλα τόξα πάνω στα οποία εδράζεται ο Τρούλος που έχει διάμετρο 31 μέτρα. Το οικοδόμημα έχει μήκος 78,16 μέτρα και πλάτος 71,82 μέτρα. Εσωτερικά ο ναός διαιρείται από δύο κιονοστοιχίες, εξαρτώμενες από τους στύλους σε τρία κλίτη.

Η εκκλησιαστική πολιτική επί των ημερών του

Στην εκκλησιαστική του πολιτική ο Ιουστινιανός επεδίωξε να ομογενοποιήσει θρησκευτικά το βυζαντινό κράτος. Στράφηκε κατά των Μοντανιστών, των Μανιχαίων, των Εβραίων και των εναπομεινάντων Εθνικών. Απαγόρεψε σε όλους αυτούς να κληροδοτούν την περιουσία τους σε μη χριστιανούς. Επιπλέον, τους απαγόρεψε να κατέχουν δημόσια αξιώματα και να χρησιμοποιούν Χριστιανούς ως δούλους. Το 529 λαμβάνει χώρα ευρεία  εξέγερση στην περιοχή της Σαμάρειας. Επίσης, το ίδιος έτος, αναστέλλεται η λειτουργία της νεοπλατωνικής Σχολής των Αθηνών, με τους καθηγητές αυτής να καταφεύγουν στην αυλή του Χοσρόη.

Αναφορικά, τώρα, με την στάση του έναντι των Μονοφυσιτών αυτή χαρακτηρίζεται ως αμφίσημη. Στα πρώτα χρόνια προσπάθησε να τους προσεγγίσει, κυρίως λόγω της επεμβάσεως της συζύγου του Θεοδώρας. Το 535 ανεβαίνουν στους πατριαρχικούς θρόνους Κωνσταντινουπόλεως και Αλεξανδρείας αντίστοιχα οι μονοφυσίτες Πατριάρχες, Άνθιμος και Θεόφιλος. Ένα έτος μετά, το 536 παρατηρείται αυτοκρατορική στροφή όταν απομακρύνεται ο Άνθιμος και συγκαλείται Σύνοδος, στην οποία καταδικάζεται ο Μονοφυσιτισμός. Το 553, όταν συνεκάλεσε την Οικουμενική Σύνοδο, λόγω μονοφυσιτικής επιρροής, ο Ιουστινιανός δείχνει να αλλάζει και πάλι στάση.

Η Ε’ Οικουμενική Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη

Με βάση τα παραπάνω κατανοούμε τον λόγο συγκλήσεως της Πέμπτης Οικουμενικής Συνόδου, η οποία έλαβε χώρα το 553 στην Κωνσταντινούπολη υπό την προεδρία του. Σέ αὐτή την Σύνοδο κατεδικάσθη τό δόγμα τοῦ Νεστορίου, ο οποίος εἶχε ὁπαδούς κυρίως στή Συρία, μέσῳ τῆς “Καταδίκης τῶν Τριῶν Κεφαλαίων”(Judicatum). Ἐπρόκειτο γιά τά ἔργα τριῶν ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων, οἱ ὁποῖοι ἐπρόσκειντο φιλικά στόν Νεστοριανισμό, ἐνῶ, παράλληλα ἐναντιώνονταν στή διδασκαλία τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ. Οἱ συγγραφεῖς αυτών των έργων ἦταν ὁ Θεόδωρος Μοψουεστίας, ὁ Θεοδώρητος Κύρρου καί ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας. Γεγονός, πάντως, ἦταν πώς οὔτε καί ἡ Εʹ Οἰκουμενική Σύνοδος κατάφερε νά συμφιλιώσει τούς ὀρθοδόξους μετά τῶν Μονοφυσιτῶν. Τό χάσμα διαρκῶς μεγάλωνε.

ΙΙI. Οικονομικό πλαίσιο - Περιγραφή Νομίσματος

Ο Ιουστινιανός εξέδωσε χρυσούς Σόλιδους στο όνομά του και διαφόρων ειδών αργυρά (κυρίως επετειακά) καθώς και χάλκινα νομίσματα, τα τελευταία είχαν ευρεία χρήση στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Στην βυζαντινή επικράτεια την εποχή του Ιουστινιανού λειτουργούσαν δεκαέξι νομισματοκοπεία επί μονίμου βάσεως. Στην Κωνσταντινούπολη, στην Θεσσαλονίκη, στη Νικομήδεια, στην Νίκαια, στην Κύζικο, στην Αντιόχεια, στην Σελεύκεια, στην Αλεξάνδρεια, στην Ραβένα, στην Σικελία, στην Καρχηδόνα αλλά και σε άλλες περιοχές έκοβαν βυζαντινά νομίσματα συνεχίζοντας την ρωμαϊκή παράδοση. Εν προκειμένω θα εξετάσουμε έναν χάλκινο Φόλλι της ιουστινιάνειας περιόδου. Πριν, όμως, προχωρήσουμε στην περιγραφή του θα μιλήσουμε για την οικονομική πολιτική και τα νομισματικά μέτρα του Αναστασίου του Α’.

Τα οικονομικά μέτρα και η νομισματική μεταρρύθμιση του Αναστασίου Α’ (491-518)

Ο αυτοκράτωρ Αναστάσιος, μεταξύ άλλων, προέβη στην λήψη οικονομικών μέτρων για την αναδιάρθρωση της οικονομίας του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους. Συγκεκριμένα κατήργησε τον λεγόμενο και φόρο του Χρυσαργύρου (auri argentive iustralis collatio) (Μαλάλας, 316). Ο φόρος αυτός είχε επιβληθεί από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο και αφορούσε τους εμπόρους, τους βιοτέχνες και γενικά όλους τους επαγγελματίες. Ο λόγος που ήταν επαχθής ήταν το γεγονός ότι έπρεπε να αποδοθεί στο κράτος κάθε τέσσερα έτη. Αυτό σημαίνει ότι το ύψος του ήταν αρκετά μεγάλο.

Πέραν, όμως, του παραπάνω μέτρου ο Αναστάσιος ρυθμίζει την Συνωνή (Coemptio)[1], η οποία βάραινε τους αγρότες, ώστε να μην εφαρμόζεται ανεξέλεγκτα, παρά μόνον μετά από αυτοκρατορικό διάταγμα. Επίσης, σχεδίασε, εκ νέου, τον μηχανισμό εισπράξεως των φόρων. Ο στενός συνεργάτης του Μαρίνος ο Σύρος όρισε ειδικούς υπαλλήλους, τους Βίνδικες, οι οποίοι λογοδοτούσαν στον Έπαρχο των Πραιτωρίων και ανέλαβαν να εισπράττουν τους φόρους. Έως τότε, την αρμοδιότητα συγκεντρώσεως των φόρων την είχαν οι Βουλευτές των πόλεων (Curiales).

Τέλος, περί το 498, ο Αναστάσιος αποφασίζει να προχωρήσει σε αναδιοργάνωση της νομισματικής κυκλοφορίας με σκοπό την διευκόλυνση των συναλλαγών και την τόνωση του εμπορίου. Εκδίδει χρυσό Σόλιδο στο όνομά του με υποδιαιρέσεις, καθώς και νέα χάλκινα νομίσματα, τις Φόλλεις. Οι Φόλλεις ισοδυναμούσαν με σαράντα Νούμμια. Έτσι η ισοτιμία των βυζαντινών νομισμάτων έχει ως εξής: 1 Σόλιδοà 360 φόλλεις à 14.400 νούμμια (Χριστοφιλοπούλου 229). Με βάση, λοιπόν, τα μέτρα που έλαβε ο Αναστάσιος, το αποτέλεσμα ήταν στο τέλος της βασιλείας του να βρεθεί το βυζαντινό κράτος να έχει ως απόθεμα περί τις 320.000 λίτρες χρυσού (Προκόπιος, 113), (Laiou, 12).

Μελέτη του χάλκινου Φόλλεως του Ιουστινιανού

Το νόμισμα που θα εξετάσουμε είναι ένας χάλκινος Φόλλις που κόπηκε την περίοδο της βασιλείας του Ιουστινιανού. Στην μία όψη απεικονίζεται στο κέντρο ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός με στρατιωτική περιβολή. Φέρει το αυτοκρατορικό στέμμα που έχει σταυρό στην κορυφή ενώ είναι ενδεδυμένος με στρατιωτικό θώρακα. Στο δεξί του χέρι κρατά την σφαίρα με τον σταυρό πάνω της. Πρόκειται για συμβολισμό της χριστιανικής οικουμένης, στην οποία ο αυτοκράτωρ έχει την θέση του αντιπροσώπου του Θεού. Πάνω από τον αριστερό του ώμο διακρίνεται ένας ακόμη σταυρός. Έτσι απεικονίζονται συνολικά τρεις σταυροί, για τους οποίους θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι παραπέμπουν στην Αγία Τριάδα. Κάτωθι του εξωτερικού περιγράμματος και πάνω από την μορφή του Ιουστινιανού, σε κυκλοτερή μορφή, από τα αριστερά προς τα δεξιά όπως εστιάζουμε στο νόμισμα, διακρίνεται (όχι αρκετά καθαρά σε όλη της την έκταση)  η επιγραφή στην λατινική: D N IVSTINIANVS P P AVG, η οποία σε πλήρη ανάπτυξη είναι: DOMINVS NOSTER IVSTINIANVS PERPETVVS AVGVSTVS, όπερ μεθερμηνευόμενον: ΚΥΡΙΟΣ ΜΑΣ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΣ ΑΚΑΤΑΠΑΥΣΤΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ (θέλει να τονίσει ότι ο αυτοκράτωρ εργάζεται νυχθημερόν για την ευμάρεια του κράτους και των υπηκόων του). Δέον να επισημάνουμε ότι ο σταυρός άνωθεν του στέμματος παρεμβάλλεται στην λέξη IVSTINIANVS μεταξύ του Ν και του Ι έχοντας ως συνέπεια να βλέπουμε την επιγραφή κάπως έτσι: IVSTIN + IANUS.

Στην άλλη όψη εικονίζεται στο κέντρο ο αριθμός-γράμμα Μ της ελληνικής που ισοδυναμεί με το 40, υποδηλώνοντας ότι πρόκειται για έναν Φόλλι, ο οποίος, όπως αναφέραμε, ισοδυναμεί με σαράντα Νούμμια. Πάνω από το Μ είναι χαραγμένος ένας σταυρός. Ανάμεσα στα δύο πόδια του Μ είναι χαραγμένο ένα Α, το οποίο δηλεί ότι το νόμισμα κόπηκε στο πρώτο εργαστήριο. Κάτω και από το Α, στο λεγόμενο και έξεργο, είναι γραμμένα στην ελληνική τα γράμματα ΚΥΖ που δηλώνουν την πόλη στην οποία εκόπη το νόμισμα. Η πόλη αυτή είναι η Κύζικος στην Μικρά Ασία. Στην αριστερή πλευρά, όπως παρατηρούμε τον Φόλλι, είναι γραμμένη κιονιδόν (καθέτως) στην λατινική η λέξη: ANNO, η οποία σημαίνει έτος βασιλείας. Τέλος, στην δεξιά μεριά, όπως βλέπουμε, είναι χαραγμένη η λατινική αρίθμηση XXX, η οποία ισοδυναμεί με το 30, δηλαδή το τριακοστό έτος της βασιλείας του Ιουστινιανού, περίπου το 557. Επομένως, έχουμε ένα χάλκινο νόμισμα, ένα Φόλλι, το οποίο κόπηκε στο πρώτο εργαστήριο της Κυζίκου με την συμπλήρωση τριάντα ετών από τότε που ανέβηκε στον θρόνο ο Ιουστινιανός.

IV. Συμπεράσματα

Την εποχή του Ιουστινιανού κατεβλήθη μία τιτάνια προσπάθεια παλινορθώσεως της οικουμενικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από το κληρονόμο ανατολικό ρωμαϊκό κράτος. Προς στιγμή φάνηκε ότι θα επιτυγχάνονταν τα σχέδια του φιλόδοξου αυτοκράτορος. Τελικά, τα οφέλη, καίτοι σημαντικά, θα αποδειχθούν προσωρινά, παρά το γεγονός της μεγάλης δαπάνης σε πόρους και ανθρώπινο δυναμικό. Αντίθετα με την εξωτερική του πολιτική, στο εσωτερικό του βυζαντινού κράτους τα επιτεύγματα υπήρξαν διαχρονικά και μνημονεύονται έως σήμερα. Ως έναν ελάχιστο φόρο τιμής στον Ιουστινιανό εξετάσαμε έναν χάλκινο Φόλλι που κυκλοφόρησε με την συμπλήρωση των τριάντα ετών της βασιλείας του από το νομισματοκοπείο της Κυζίκου. Ο ακοίμητος και ακατάπαυστος (Perpetuus) αυτοκράτωρ μεριμνά για την επέκταση και στερέωση της μοναδικής χριστιανικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Το οικουμενικό του όραμα αποτυπώνεται εμφανώς στο νόμισμα, αποτελώντας ιερή παρακαταθήκη για τους επιγόνους του.


V. Πρωτογενείς πηγές

1. Ιωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, Ηλιοδρόμιο, Αθήναι, 2001.
2. Προκόπιος, Υπέρ των πολέμων 1, Επιμέλεια: Dindorfius Guilielmus, Procopii Caesariensis opera omnia Ι, Βόννη, 1833.
3. Προκόπιος, Ανέκδοτα, Επιμέλεια: Dindorfius Guilielmus, Procopii Caesariensis opera omnia III, Βόννη, 1838.

VI. Βιβλιογραφία

1. Ahrweiler Helene, ΧΡΥΣΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΝΟΜΙΣΜΑ το δολάριο του μεσαίωνα, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ, τεύχος 1, Νοέμβριος 1981.
2. Χριστοφιλοπούλου Αικατερίνη, Βυζαντινή Ιστορία 324-610, Τόμος Α’, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1996.
3. Ostrogorsky Georg, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, Τόμος 1, Μετάφραση: Παναγόπουλος Ιωάννης, Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, Αθήναι, 2002.
4. Laiou E. Angeliki, The Economic History of Byzantium From the Seventh through the Fifteenth century, Dumbarton Oaks Research Library and Collection, Washington D.C, 2002.


[1] Η Συνωνή αφορούσε την υποχρέωση των αγροτικών πληθυσμών να διαθέτουν τα  προϊόντα τους στο  στράτευμα, όποτε παρίστατο ανάγκη καθώς και σε έκτακτες καταστάσεις που πιθανόν προέκυπταν 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Οι Δήμοι και ο ρόλος τους στο βυζαντινό κράτος

Οι «Δήμοι» στο Βυζάντιο αποτελούν κατάλοιπο των δημοκρατικών θεσμών. Αρχικά λειτουργούσαν ως λαϊκές ομάδες οι οποίες, στη συνέχεια, μετεξελίχθησαν σε αθλητικά σωματεία τα οποία είχαν επιφορτιστεί με την οργάνωση των ιππικών αγώνων.   Με την πάροδο του χρόνου, αυτά τα σωματεία απέκτησαν υπολογίσιμη πολιτική ισχύ. Από μαρτυρίες τις οποίες έχουμε η δραστηριότητά τους λάμβανε χώρα σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, τόσο στον ελλαδικό χώρο (Ρόδος, Γόρτυνα, Νέα Αγχίαλος κ.ά)  όσο και στη Μικρά Ασία (Μίλητος, Έφεσος Κύζικος, Πριήνη, Στρατονίκεια κ.ά), την Ανατολή (Αντιόχεια, Ιερουσαλήμ, Καισάρεια Παλαιστίνης, Έμεσα κ.ά) και την Αίγυπτο (Αλεξάνδρεια, Οξύρυγχος, Αντινόη κ.ά). Οι Δήμοι διακρίνονταν από τον χρωματισμό που είχαν τα εμβλήματά τους. Έτσι είχαμε τους Πράσινους, τους Λευκούς, τους Βένετους και τους Ρούσιους. Δηλαδή τέσσερις ξεχωριστούς Δήμους.  Επισήμως δεν είχαν κάποια πολιτική εξουσία. Από τον 5ο αιώνα οι αρχηγοί τους διορίζονταν από τον αυτοκρά

Ιστοριογραφικές πηγές για το Βυζάντιο

Οι πηγές, από τις οποίες αντλούμε πληροφορίες για την Βυζαντινή αυτοκρατορία, είναι δύο ειδών: οι άμεσες και οι έμμεσες. Ως άμεσες πηγές έχουμε τις εξής: ·        Νομοθεσία, για παράδειγμα ο Codex Theodosianus ή το Corpus   Iuris Civilis —   Πρακτικά και κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων —   Πρακτικά και κανόνες τοπικών Συνόδων —   Τα διάφορα έγγραφα που σώζονται (κυρίως σε παπύρους), κρατικά ή ιδιωτικά —   Επιγραφές, π.χ επιτύμβιες, επιγραφές μνημείων κ.λ.π —   Σφραγίδες, π.χ Χρυσόβουλα, Αργυρόβουλα, Μολυβδόβουλα —   Νομίσματα, π.χ ο βυζαντινός Σόλιδος, τα αργυρά Μιλιαρέσια, ή οι χάλκινες Φόλλεις —   Μνημεία —   Έργα Μικροτεχνίας, π.χ από Σμάλτο, Ελεφαντοστό κ.λ.π —   Μικρογραφίες, π.χ από το Χειρόγραφο του Σκυλίτζη —   Έργα πρακτικής χρησιμότητας για την κρατική διοίκηση και την στρατιωτική οργάνωση, π.χ για θέματα εθιμοτυπίας ή ιεραχικής τάξεως όπως τα έργα του Κωνσταντίνου του Ζ’ του Πορφυρογέννητου (945-959) —   Εκκλησιαστικά τακτικά ( Notita