Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αλέξιος Α' Κομνηνός 1081-1118



“Ὁ βασιλεὺς Ἀλέξιος καὶ ἐμὸς πατὴρ καὶ πρὸ 
τοῦ τῶν σκήπτρων ἐπειλῆφθαι τῆς βασιλείας 
μέγα ὄφελος τῇ βασι λείᾳ Ῥωμαίων γεγένηται”.

(Άννα Κομνηνή Αλεξιάς Α’)

Κρατεῖ λοιπὸν μετὰ τὸν Βοτανειάτην 
ὁ Κομνηνὸς Ἀλέξιος ἔτη λζʹ καὶ τῷ διαδήματι 
στέφεται, ὁ δὲ Ἰσαάκιος τὰ δεύτερα τῆς τιμῆς
 εἶχε καινῷ ὀνόματι ἐπιφημισθεὶς αὐτῷ·

(Μιχαήλ Γλύκας Βίβλος Χρονική)

“Είτα ο μεν Αλέξιος βασιλικόν αναδείται διάδημα, 
τω δι’ Ισαακίω τα δευτερεία νενέμηνται της τιμής, 
καινού αυτώ επιφημισθέντος ονόματος”

(Ιωάννης Ζωναράς Επιτομή Ιστορίας)


Εισαγωγικά

Γεννήθηκε το 1057, έτος κατά το οποίο ανέβηκε στον θρόνο ο θείος του Ισαάκιος Κομνηνός, ο οποίος ανέτρεψε τον Μιχαήλ τον Στ’, τον επονομαζόμενο και στρατιωτικό. Πατέρας του ήταν ο Ιωάννης Κομνηνός, αδελφός του Ισαακίου και μητέρα του η Άννα η Δαλασσηνή της αριστοκρατικής οικογένειας των Δαλασσηνών. Κατήγετο από στρατιωτική αριστοκρατική οικογένεια. Η μητέρα του, μάλιστα, ήταν πολύ ισχυρή προσωπικότητα η οποία συγκυβέρνησε μαζί με τον Αλέξιο περίπου είκοσι χρόνια.

Σχετικά με την καταγωγή των Κομνηνών οι ερευνητές ερίζουν. Όπως αναφέρει η Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, οι περισσότεροι δέχονται τα όσα αναφέρει ο Μιχαήλ Ψελλός για την καταγωγή του Ισαακίου από την πόλη Κώμνη της Θράκης. Αυτό το συνδυάζουν με μία επιγραφή που βρέθηκε σε μία εκκλησία στην Ραιδεστό. Υπάρχουν και ιστορικοί, όμως, οι οποίοι θεωρούν ότι η οικογένεια κατάγεται από την Κασταμόνα (Κασταμονή) της Παφλαγονίας στην Μικρά Ασία, περιοχή στην οποία βρίσκονται τα κτήματα της.

Ο Αλέξιος χρημάτισε ως στρατηγός του Νικηφόρου Βοτανειάτη (1078-1081), αφού πρώτα κέρδισε την εμπιστοσύνη του, βοηθώντας τον να καταστείλει τα κινήματα του Νικηφόρου Βρυέννιου και του Νικηφόρου Βασιλάκιου, οι οποίοι ήταν, διαδοχικά, Δούκες του Δυρραχίου. Σο 1081 θα συνεργαστεί με την οικογένεια των Δουκών στην περίφημη σύσκεψη στην πόλη Τζούρουλλο της Θράκης, κατά την οποία αποφασίστηκε η ανατροπή του Νικηφόρου Βοτανειάτη και η άνοδος στον θρόνο του Αλεξίου, όπως αναφέρει ο Georg Ostrogorsky. Έτσι εγκαθιδρύεται η Δυναστεία των Κομνηνών.

Η άνοδος το 1081 στον βυζαντινό θρόνο του Αλεξίου απέτρεψε την πλήρη κατάρρευση του βυζαντινού κράτους δίνοντάς του παράταση πλέον του αιώνος. Είναι χαρακτηριστικό ότι για ένα διάστημα 100 ετών (1081-1180) ανέβηκαν στον θρόνο μόλις τρεις αυτοκράτορες: Αλέξιος Α' (1081-1118), Ιωάννης Β' (1118-1143) και Μανουήλ Α' (1143-1180), γεγονός το οποίο, αναμφισβήτητα, αποδεικνύει την σταθερότητα που επικράτησε εκείνη την περίοδο. Δέον να σημειώσουμε, όμως, ότι η προϊούσα παρακμή του 11ου αιώνος είχε προκαλέσει ανήκεστο βλάβη στην βυζαντινή αυτοκρατορία, την οποία απλώς ανέκοψαν κατά τον 12ο αιώνα οι Κομνηνοί, δίχως, τελικά, να επιτύχουν να την αναστρέψουν στην ολότητα της, παρά μόνο εν μέρει. Έτσι, μετά τον θάνατο του Μανουήλ Κομνηνού το 1180, όταν ανήλθαν στον βυζαντινό θρόνο ανίκανοι αυτοκράτορες εμφανίστηκαν ξανά τα παρακμιακά συμπτώματα, αυτή τη φορά περισσότερο έντονα, έως ότου οδηγήσουν στην πρώτη άλωση της Βασιλευούσης το 1204.

Νορμανδοί - Χρυσόβουλο προς την Βενετία

Με το που ανεβαίνει στον θρόνο ο Αλέξιος έχει να αντιμετωπίσει τους Νορμανδούς του Ροβέρτου Γυισκάρδου, οι οποίοι έχοντας νικήσει και διώξει τους βυζαντινούς από την Νότιο Ιταλία το 1071, όταν και κατέλαβαν το τελευταίο βυζαντινό οχυρό το Μπάρι, τώρα επιχειρούν να βάλουν πόδι στην Βαλκανική, οσμιζόμενοι την βυζαντινή αδυναμία. Το βυζαντινό ναυτικό εκείνη την εποχή είχε παρακμάσει, έτσι ο Αλέξιος αναγκάστηκε να ζητήσει την βοήθεια των Βενετών το 1082, υπογράφοντας ένα χρυσόβουλο με το οποίο τους παραχωρούσε φορολογικές διευκολύνσεις για τα εμπορικά τους πλοία. Εκείνο το μοιραίο χρυσόβουλο ήταν η αφετηρία της εμπορικής διεισδύσεως των ιταλικών πόλεων στην βυζαντινή επικράτεια, με προεξάρχουσα την Βενετία. Θα ακολουθήσουν η Πίζα και η Γένουα, με την δεύτερη να αποτελεί την κύρια ανταγωνίστρια της Βενετίας. Η φορολογική ατέλεια και η απώλεια των Κομμερκίων, δηλαδή των τελωνειακών εσόδων θα επιφέρει μεγάλο οικονομικό πλήγμα στο Βυζάντιο. Εάν, δε, προσθέσουμε και τον σταδιακό αφανισμό του βυζαντινού εμπορίου συμπληρώνεται το ψηφιδωτό της βυζαντινής οικονομικής καταστροφής. ΢την ουσία αποτέλεσε την αρχή του οικονομικού –και αρκετά αργότερα και του πολιτικού- τέλους του Βυζαντίου. Η αυτοκρατορία πρώτα υποδουλώθηκε οικονομικά και με το πλήρωμα του χρόνου και πολιτικά το 1204.

Μετά την συμφωνία με τον Αλέξιο οι Βενετοί αναλαμβάνουν δράση και καταναυμαχούν τον νορμανδικό στόλο στην Αδριατική, όμως τα βυζαντινά στρατεύματα ηττώνται στο Δυρράχιο από τα νορμανδικά. Ο πόλεμος κρατά για μερικά χρόνια. Ο Βοημούνδος -γιος του Γυισκάρδου- ηττάται το 1083. Το 1085, έτος θανάτου του Γυισκάρδου, ο Αλέξιος πετυχαίνει να ανακαταλάβει το Δυρράχιον. Την ίδια χρονιά οι Νορμανδοί, δίχως τον Γυισκάρδο, ηττώνται οριστικά και αναγκάζονται να εκκενώσουν την Βαλκανική. Το Βυζάντιο έτσι θα κλείσει, για την ώρα, το δυτικό του μέτωπο γα να στραφεί προς τον Βορρά.

Πετσενέγκοι - Κουμάνοι

Μετά την επιτυχή αντιμετώπιση των Νορμανδών ο Αλέξιος ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει αποφασιστικά τους Πετσενέγκους και τους Κουμάνους. Αυτά τα τουρκογενή φύλα που είχαν τις βάσεις του πέραν του Δουνάβεως είχαν επιδοθεί σε τρομερές επιδρομές στα βυζαντινά εδάφη, κυρίως του Παριστρίου θέματος. Toν Αύγουστο του 1087 οι βυζαντινοί ηττώνται στην Δρίστρα. Τότε ο αυτοκράτωρ, χρησιμοποιώντας την γνωστή βυζαντινή διπλωματία, κατάφερε να στρέψει τους Κουμάνους, άλλοτε συμμάχους των Πετσενέγκων, εναντίον των τελευταίων. Έτσι στην Μάχη του Λεβουνίου το 1091, με την βοήθεια των σκληροτράχηλων Κουμάνων, συντρίβει τους Πετσενέγκους. Το 1094 οι Κουμάνοι στρέφονται κατά του Βυζαντίου τη επινεύσει κάποιου Κωνσταντίνου Διογένους, ο οποίος ισχυρίζονταν ότι ήταν γιος του παλαιού αυτοκράτορος Ρωμανού Δ’ Διογένους (1068-1071). Τελικά ο Αλέξιος τον εξουδετερώνει και καταφέρνει να απαλλαγεί, για την ώρα, από τον κίνδυνο των Κουμάνων.

Τζαχάς

Την ίδια χρονιά, το 1094, εξουδετερώνει τον Σελτζούκο πειρατή στο Αιγαίο Τζαχά δια χειρός του γαμβρού του Κιλίτζ Ασλάν (να διευκρινήσουμε εδώ ότι η Άννα η Κομνηνή εμφανίζει τον Τζαχά να δρα λίγο μεταγενέστερα, το 1097, εδώ υπάρχει μία διχογνωμία για το έτος θανάτου του αλλά η ουσία είναι ότι μετά το 1091 αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση για αυτόν). Ο Τζαχάς, έχοντας ως κέντρο την πόλη της Σμύρνης ήδη από το 1081, δημιουργεί ένα εφήμερο πειρατικό κράτος στην περιοχή των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας. Ο ίδιος, δε, αυτοχρίζεται ως Εμίρης της Σμύρνης. Κατά καιρούς αποβιβάζει τον πειρατικό του στόλο (τον οποίο αποτελούσαν αλλαξοπιστήσαντες, δηλαδή εξωμότες πρώην χριστιανοί, ναυτικοί) σε Χίο, Λέσβο και Σάμο. Στην συνέχεια, διαβλέποντας πως η αυτοκρατορία παρουσιάζει χτυπητές αδυναμίες, συν το γεγονός ότι ήταν απασχολημένη με την αντιμετώπιση των Νορμανδών εκ δυσμάς και των Πετσενέγκων από το Βορρά, συλλαμβάνει ένα παράτολμο σχέδιο για την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως. Έτσι έρχεται σε συμφωνία με τους Πετσενέγκους για διπλή πολιορκία της Βασιλευούσης, τόσο από την ξηρά –την οποία θα αναλάμβαναν οι Πετσενέγκοι- όσο και από την θάλασσα με τα δικά του πλοία. Να σημειώσουμε εδώ ότι εκείνη την περίοδο ο βυζαντινός στόλος ήταν σχεδόν ανύπαρκτος. Έτσι, κατά τα έτη 1090-1091 η Κωνσταντινούπολη θα πολιορκηθεί, δίχως όμως επιτυχία. Μετά την Μάχη του Λεβουνίου, όμως, και την βαρειά ήττα των Πετσενέγκων ο Τζαχάς αποσύρεται. Το 1094 θα δολοφονηθεί από τον Σελτζούκο ηγεμόνα Κιλίτζ Αρσλάν.

Εσωτερικές στάσεις

Αυτή την ταραχώδη και ιδιαίτερα δύσκολη εποχή για το βυζαντινό κράτος ο Αλέξιος δεν έχει να αντιμετωπίσει μόνον τους εξωτερικούς εχθρούς αλλά και τους πάσης φύσεως μικροστασιαστές, οι οποίοι επιθυμούν αυτονόμηση από την κεντρική εξουσία της Κωνσταντινουπόλεως. Είναι χαρακτηριστικές δύο τέτοιες αποσχιστικές προσπάθειες από τον Καρύκη στην Κρήτη, τον Ραψομάτη στην Κύπρο και τον Νικηφόρο Διογένη στην Βαλκανική. Εναντίον του Καρύκη στην Κρήτη έπλευσε το 1092 ή 1093 ο Μέγας Δουξ του στόλου (αξίωμα που δημιουργήθηκε από τον Αλέξιο) Ιωάννης Δούκας. Όταν έφθασε στην Κάρπαθο οι Κρήτες συνέλαβαν τον Καρύκη και τον σκότωσαν, δηλώνοντες την πίστη τους στον αυτοκράτορα. Στην συνέχεια ο Ιωάννης Δούκας έβαλε πλώρη για την Κύπρο. Μαζί του είχε τον Μανουήλ Βουτουμίτη, ο οποίος κατάφερε να προσεταιρισθεί μέρος του στρατεύματος του Ραψομάτη. Τελικά, η βυζαντινή κυριαρχία επανήλθε στο νησί το 1092, όταν και εγκαταστάθηκε ως πολιτικός διοικητής ο Καλλιπάριος και στρατιωτικός ο Ευμάθιος Φιλοκάλης. Στην Αλεξιάδα της Άννης της Κομνηνής στο 9ο βιβλίο γίνονται λεπτομερείς αναφορές για αυτές τις στάσεις. Τέλος, ο Νικηφόρος Διογένης, γιος του Ρωμανού Δ’ Διογένη επιχείρησε να δολοφονήσει τον Αλέξιο κατά την διάρκεια της εκστρατείας του κατά του Βολκάνου, ηγεμόνος των Δαλματών, αλλά απέτυχε. Συνελήφθη και τυφλώθηκε.

Α’ Σταυροφορία

Σον Νοέμβριο του 1095 λαμβάνει χώρα η Σύνοδος στο Κλερμόν της Γαλλίας, κατά την οποία ο Πάπας Ουρβανός ο Β’ κηρύσσει Σταυροφορία κατά των “απίστων” που κατείχαν τους Άγιους Τόπους. Η Σύνοδος αυτή απετέλεσε το προοίμιο της πρώτης Σταυροφορίας (1096-1099). Σε αυτή την Σύνοδο ο Πάπας Ουρβανός ο Β' κήρυξε τον πόλεμο κατά των Μουσουλμάνων για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από αυτούς. Ο Ουρβανός, για να δώσει ιδιαίτερη βαρύτητα στο σταυροφορικό εγχείρημα, μίλησε για το "θέλημα του Θεού" (Deus vult). Είχαν προηγηθεί οι εκκλήσεις του Βυζαντινού αυτοκράτορος Αλεξίου Α' προς τον Πάπα για την αποστολή βοήθειας από την Δύση ώστε να αντιμετωπίσει τους Σελτζούκους, οι οποίοι είχαν καταλάβει, σταδιακά, το μεγαλύτερο μέρος της Μικράς Ασίας μετά την ατυχή, για τους Βυζαντινούς, Μάχη του Μαντζικέρτ στα τέλη του καλοκαιριού του 1071 εναντίον αυτών. Οι καλές σχέσεις μεταξύ του αυτοκράτορος και του Πάπα αποδεικνύουν ότι οι επιπτώσεις από το Σχίσμα του 1054 δεν ήταν ακόμη ιδιαίτερα σοβαρές. Η δραματική επιδείνωση των δυτικοβυζαντινών σχέσεων θα ξεκινήσει κατά το τέλος του 11ου με αρχές του 12ου για να κορυφωθεί στο τελευταίο τέταρτο του 12ου και στις αρχές του 13ου με την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως το 1204 από τους "Σταυροφόρους".

Το 1096 ξεκινά την Σταυροφορία ο Πέτρος ο Ερημίτης. Έχει μαζί του χιλιάδες γυναικόπαιδα, τα οποία, με μοναδικό όπλο την πίστη τους και τον ενθουσιασμό τους, σπεύδουν να τον πλαισιώσουν. Στόχος τους είναι να φθάσουν στην Ιερουσαλήμ μέσω της Μικράς Ασίας. Οι βυζαντινοί αναλαμβάνουν να τους μεταφέρουν στην Μικρασιατική γη, η οποία και κατέχεται από τους Σελτζούκους από το 1080 με πρωτεύουσα του Σουλτανάτου τους την Νίκαια. Το αποτέλεσμα αυτής της κακοσχεδιασμένης εκστρατείας είναι να σφαγιαστούν οι περισσότεροι από τα Σελτζουκικά στρατεύματα. Μάλιστα, ο Πέτρος ο Ερημίτης μετά βίας γλίτωσε, για να επιστρέψει αργότερα μαζί με τον οργανωμένο σταυροφορικό στρατό.

Ένα έτος μετά, το 1097, καταφθάνουν στην Κωνσταντινούπολη οι αρχηγοί της Σταυροφορίας που είναι οι: Αντεμάρ του Πουί, ο Ροβέρτος της Νορμανδίας, ο Ούγος των Βερμαντουά, ο Ραϊμόνδος Δ΄ της Τουλούζης, ο Ροβέρτος της Φλάνδρας, ο Γοδεφρείδος του Μπουιγιόν και ο Βοημούνδος του Τάραντα. Πρόκειται για επιφανείς Ευγενείς της Δύσεως, οι οποίοι διαθέτουν ένα ισχυρό στράτευμα. Ειρήσθω εν παρόδω, η πρώτη Σταυροφορία και η τέταρτη θεωρούνται οι δύο επιτυχημένες σταυροφορίες, έχουσες ένα κοινό: Αμφότερες είχαν ως επικεφαλείς Ευγενείς και όχι Βασιλιάδες. Ο Αλέξιος, τώρα, φερόμενος έξυπνα, τους όρκισε σύμφωνα με το δυτικό τυπικό ως Λίζιους (δηλαδή ως ακόλουθους, ως υπασπιστές του) και τους πέρασε, δίχως χρονοτριβή, στην Μικρασιατική ακτή. Σύμφωνα με τους όρκους τους οι Σταυροφόροι θα έπρεπε να παραδίδουν στην αυτοκρατορία τις πόλεις που θα κατακτούσαν. Με αυτόν τον έξυπνο τρόπο ο Αλέξιος κατόρθωσε να ανακτήσει την δυτική Μικρά Ασία. Η πρώτη πόλη που επανήλθε στην βυζαντινή κυριαρχία ήταν η Νίκαια, πρωτεύουσα του Σουλτανάτου του Ρουμ. Οι Σελτζούκοι έτσι αναγκάστηκαν να μεταφέρουν την πρωτεύουσα τους στο Ικόνιο. Το 1098 καταλαμβάνουν την Αντιόχεια, την οποία, όμως, δεν αποδίδουν στους Βυζαντινούς. Σε αυτό πρωτοστάτησε ο Νορμανδός Βοημούνδος, γιος του Ροβέρτου Γυισκάρδου. Ο ίδιος, μάλιστα, κατηγόρησε τους βυζαντινούς για μη τήρηση των συμφωνηθέντων αναφέροντας την δολιότητα των βυζαντινών και αποκηρύσσοντας, ουσιαστικά, την συμφωνία. Είναι γνωστή η λατινική φράση περί δολιότητος των Ελλήνων ως perfidia Graecorum. Ταυτόχρονα, ανέλαβε ο ίδιος την διοίκηση της Αντιοχείας για λογαριασμό των Νορμανδών. Το 1107 ο Βοημούνδος επιχειρεί να εισβάλλει πάλι στο Δυρράχιο αλλά ηττάται από τον αναδιοργανωμένο βυζαντινό στρατό και υπογράφει την ταπεινωντική γι’ αυτόν Συνθήκη της Δεαβόλεως το 1108 όπου δηλώνει την υποτέλειά του στον αυτοκράτορα.

Στροφή προς Ανατολάς

Μετά την προς ώρας εκμηδένιση των Νορμανδών και των Πετσενέγκων, την επιτυχή διπλωματική αντιμετώπιση των Σταυροφόρων, την εξουδετέρωση του Τζαχά και των εσωτερικών αποσχιστικών κινημάτων, έρχεται η ώρα της ανακαταλήψεως του συνόλου της Μικράς Ασίας. Ο Αλέξιος γνωρίζει ότι ο μικρασιατικός χώρος είναι ο βασικός πνεύμονας της αυτοκρατορίας έτσι στρέφεται προς Ανατολάς με σκοπό αρχικά να περιορίσει και σε δεύτερο χρόνο να εκδιώξει οριστικά τους Σελτζούκους. Στο πλαίσιο αυτό κατορθώνει να ανακαταλάβει αρκετά εδάφη, από την Τραπεζούντα του Πόντου έως το Αμόριο και το Φιλομήλιο. Στην ομώνυμη μάχη το 1117 ο Αλέξιος συντρίβει τους Σελτζούκους υπό τον Μαλίκ Σαχ Β’, ανταποδίδοντας έτσι το Μάντζικερτ.

Σχέσεις με την Εκκλησία - Βογόμιλοι

Τα ζητήματα εσωτερικής συνοχής που έχει να αντιμετωπίσει ο Αλέξιος δεν περιορίζονται στην εκμηδένιση των πάσης φύσεως στασιαστικών κινημάτων. Έχουν να κάνουν και με την εξάπλωση αιρετικών κινημάτων, όπως οι Βογόμιλοι. Πολλώ δε μάλλον όταν οι τελευταίοι είναι, αποδεδειγμένα, εχθροί της αυτοκρατορίας μετά την πράξη τους να παράσχουν διευκολύνσεις σε Πετσενέγκους και Κουμάνους προκειμένου να επιδράμουν και να λεηλατήσουν τα εδάφη της. Κατά συνέπεια, η τακτική του κράτους συγχρονίζεται με εκείνη της Εκκλησίας, με βασικό άξονα την δραστική αντιμετώπιση τέτοιων θεμάτων, τα οποία θα μπορούσαν να αποβούν μοιραία για την αυτοκρατορία.

Να σημειώσουμε εδώ ότι λόγω της εξαιρετικά κρίσιμης εξωτερικής καταστάσεως με την εισβολή των Νορμανδών, ο Αλέξιος αναγκάστηκε, στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του, να εκποιήσει τους εκκλησιαστικούς θησαυρούς, πράξη η οποία δυσαρέστησε, σε σημαντικό βαθμό, τους εκκλησιαστικούς κύκλους. Αυτό συνέβη γιατί τα ταμεία του κράτους ήταν, κυριολεκτικώς άδεια, από την κακοδιαχείριση των προηγουμένων ανίκανων αυτοκρατόρων. Έτσι, ανέθεσε στον αδελφό του Ισαάκιο να συγκεντρώσει τον εκκλησιαστικό πλούτο για να χρηματοδοτήσει την εκστρατεία του. Ταυτόχρονα, ο Αλέξιος φρόντισε να καθησυχάσει την εκκλησιαστική ηγεσία με το να υποσχεθεί αποζημίωση στην Εκκλησία όταν θα το επέτρεπαν τα οικονομικά του κράτους.

Αναφορικά με τους Βογόμιλους, για να επανέλθουμε σε αυτούς, ο Αλέξιος τους κατεδίωξε με ιδιαίτερη σκληρότητα. Οι Βογόμιλοι ήταν, κατά κάποιο τρόπο, η συνέχεια της παλαιότερης αίρεσης, των Παυλικιανών. Το 1118 συνέλαβε τον αρχηγό τους τον Βασίλειο και τον περί αυτού σκληρό πυρήνα των μαθητών του. Αφού απέσπασε την ομολογία τους στη συνέχεια τους έκαψε στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινουπόλεως. Παράλληλα, ανέθεσε στον πολύ καλό του φίλο και Θεολόγο Ευθύμιο Ζυγαβινό να συντάξει θεολογική πραγματεία που να συμπεριλαμβάνει και την εκκλησιαστική καταδίκη των Βογομίλων. Πράγματι, ο Ζυγαβινός συνέγραψε το βιβλίο Πανοπλία Δογματική, όπου στο 27ο κεφάλαιο αναφέρεται στον Βογομιλισμό: Τίτλος ΚΖ’. Κατά Βογομίλων. Βόγον μεν γαρ η των Βουλγάρων γλώσσα καλεί τον θεόν. Μίλον δε το ελέησον. Είη δ’ αν Βογόμιλος κατ’ αυτούς ο του θεού τον έλεον επισκώμενος. Την αίρεση των Βογομίλων κατεδίωξαν αργότερα οι ηγεμόνες της Βουλγαρίας και της Σερβίας.

Η νομισματική μεταρρύθμιση του Αλεξίου Α’

Το 1092 ο Αλέξιος προβαίνει σε νομισματική μεταρρύθμιση με σκοπό να επανακαθορίσει την αξία των βυζαντινών νομισμάτων (χρυσά, αργυρά, χάλκινα). Εάν προβούμε σε μία ιστορική αναδρομή από τον 10ο αιώνα θα παρατηρήσουμε ότι ήδη από την εποχή του Κωνσταντίνου Ζ' του Πορφυρογεννήτου (945-959) έως το τέλος της βασιλείας του Μιχαήλ Δ' του Παφλαγόνα (1034-1041), παρατηρείται μία πολύ μικρή νόθευση του χρυσού νομίσματος με άργυρο της τάξεως του 0,04% ανά έτος. Από την εποχή του Κωνσταντίνου Θ' του Μονομάχου (1042-1055) έως το τέλος της βασιλείας του Ρωμανού Δ' (1068-1071), σε μία δεύτερη φάση, η νόθευση μεγαλώνει σε 0,4% ανά έτος ή και περισσότερο. Σε μία τρίτη φάση από το 1071 έως το 1092 η περιεκτικότητα σε χρυσό του "χρυσού" νομίσματος περιορίζεται έως και το 10%. Εκείνη την χρονιά ο Αλέξιος εκδίδει το Υπέρπυρον, χρυσό νόμισμα με περιεκτικότητα σε χρυσό περί τα 21 καράτια, αντί των 24 που είχε το παλαιό Σόλιδο.

Ένα τέτοιο χρυσό Υπέρπυρον είναι και το κάτωθι. Είναι Είκοσι Ενός (21) καρατίων και ζυγίζει, περίπου, 4,34 gr. Στην εμπρόσθιά του όψη έχει την μορφή του Ιησού Χριστού (όταν στα νομίσματα απεικονίζονταν η όψη του Χριστού τότε εκείνη ετοποθετείτο πάντοτε στην εμπρόσθια όψη) ένθρονου, να κοιτάζει κατά πρόσωπο με το κεφάλι του να στεφανώνεται με φωτοστέφανο σταυρού. Με το αριστερό του χέρι κρατά το Ευαγγέλιο ενώ το δεξιό το έχει ανασηκωμένο σε στάση ευλογίας. Τα αρχικά IC – XC που δηλώνουν την ταυτότητα του εικονιζόμενου προσώπου, δηλαδή ΙΗΣΟΥC – ΧΡΙΣΤΟC, βρίσκονται δεξιά και αριστερά του σταυρικού φωτοστεφάνου. Σε κυκλοτερή μορφή από τα αριστερά προς τα δεξιά, όπως βλέπουμε το νόμισμα διακρίνεται η επιγραφή: +ΚΕΠ στα αριστερά και ΗΘΕΙ στα δεξιά. Εννοεί: «Κύριε Βοήθει».

Στην οπίσθια όψη απεικονίζεται ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός, εστεμμένος από το χέρι του Θεού, όπως φαίνεται πάνω δεξιά, όπως παρατηρούμε το χρυσό Υπέρπυρον. Η όψη του είναι κατά πρόσωπο. Είναι ενδεδυμένος με το αυτοκρατορικό χρυσοποίκιλτο ένδυμα στολισμένο με κοσμήματα. Στο δεξί του χέρι κρατά το αυτοκρατορικό λάβαρο ενώ με το αριστερό κρατά την ένσταυρη χρυσή σφαίρα που συμβολίζει την οικουμένη καθόσον ο αυτοκράτορας ήταν ο αντιπρόσωπος του Θεού στην γη. Κάτω από την ένσταυρη σφαίρα διακρίνονται 6 χρυσές σφαίρες. Η επιγραφή είναι χαραγμένη δεξιά και αριστερά της μορφής του αυτοκράτορος, χωρισμένη, δίχως να ακολουθεί κυκλική τροχιά όπως στο εμπρόσθιο τμήμα. Αριστερά, όπως βλέπουμε το νόμισμα, και από επάνω προς τα κάτω, αναγράφεται: Α ΛΕ ΞΙW ΔΕC ΠΟ ΤΗ. Από τα Δεξιά, όπως παρατηρούμε, διαβάζουμε πάλι από τα πάνω προς τα κάτω: ΤW ΚΟ ΜΝΗ ΝW. Δηλαδή: «Αλέξιω Δεσπότη τω Κομνηνώ».

Εσωτερικές μεταρρυθμίσεις

Ένεκα της εξαιρετικά κρίσιμης κατάστασης στην οποία ευρέθη το Βυζάντιο ο Αλέξιος προέβη σε μία σειρά μεταρρυθμίσεων, τόσο στην διοίκηση όσο και στον στρατό. Όσο για την οικονομική του πολιτική την είδαμε πιο πάνω. Με τους Κομνηνούς η παράταξη των Στρατιωτικών επανέρχεται στο προσκήνιο παραμερίζοντας τους διεφθαρμένους κρατικούς αξιωματούχους οι οποίοι και ήταν υπεύθυνοι για την κρατική παράλυση, σε βαθμό οριστικής διαλύσεως, με το να ανεβάζουν στον θρόνο ανίκανους αυτοκράτορες. Έτσι, οι παλαιοί τίτλοι του Καίσαρος, του Νοβελισσίμου και του Κουροπαλάτου διατηρούνται. Ταυτόχρονα, όμως, δημιουργούνται νέοι ανώτατοι τίτλοι όπως ο Σεβαστοκράτωρ, ο Πρωτοσεβαστός, ο Πανυπερσεβαστός, ο Εντιμοϋπέρτατος, κ.ό.κ. Επιπρόσθετα, ο μετονομασμένος και Μέγας Λογοθέτης (ο οποίος κατά τους Μέσους χρόνους δεν ήταν άλλος από τον Λογοθέτη των Σεκρέτων) αναλαμβάνει καθήκοντα ως ο γενικός πολιτικός προϊστάμενος των κρατικών υπηρεσιών, θέση την οποία κατά την Μεσοβυζαντινή περίοδο κατείχε ο Λογοθέτης του Δρόμου. Επίσης, ο θεσμός των Θεμάτων επανέρχεται, επαναχαραγμένα βεβαίως λόγω της εδαφικής συρρίκνωσης που προηγήθηκε. Επικεφαλής τώρα είναι ο Δούκας και όχι ο Στρατηγός, με δεύτερο τη τάξει τον Κατεπάνω. Φυσικά, ο άλλοτε θεματικός στρατός των γεωργών-στρατιωτών δεν υφίσταται. Αυτή την εποχή κάνουν την εμφάνισή τους οι Προνοιάριοι, για τους οποίους θα κάνουμε λόγο πιο κάτω. 

Επειδή η ανάγκη του κράτους σε χρήμα ήταν τεράστια συνεχίστηκε η εκμίσθωσις των φόρων, ακόμη και ολόκληρων επαρχιών, σε ιδιώτες και εταιρείες ιδιωτών που συστάθηκαν γι’ αυτό τον σκοπό. Παράλληλα, ο Αλέξιος εισήγαγε το πρότυπο της υποχρεωτικής εργασίας για το κράτος, που ονομάζονταν Λειτουργία. Αυτό συνίστατο στην υποχρέωση συντηρήσεως των μετακινούμενων στρατευμάτων έναντι χαμηλής αμοιβής ή και χωρίς αμοιβή. Τα παραπάνω αποτελούσαν ένα είδος πολιτικής επιστρατεύσεως.

Ταυτόχρονα, ο Αλέξιος καθιέρωσε τον στρατιωτικό χαρακτήρα του θεσμού της Πρόνοιας, που ήταν η βάση της βυζαντινής ισχύος κατά τη Κομνήνεια περίοδο. Οι Προνοιάριοι ονομάζοντο Στρατιώται. Ουδεμία, όμως, σχέση έχουν με τους στρατιώτες-μικροκαλλιεργητές της Μέσης βυζαντινής περιόδου. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα είδος βυζαντινής Φεουδαρχίας. Στους Προνοιάριους παραχωρείται δημόσια γη μαζί με τους χωρικούς-καλλιεργητές με αντάλλαγμα την επιστράτευσή τους σε ενδεχόμενο πόλεμο. Η παραχώρηση, στην αρχή, δεν περιλάμβανε μεταβίβαση στους απογόνους μετά τον θάνατο του δικαιούχου. Επιπλέον, ο Αλέξιος χορηγούσε, εν είδη προνομίου, την διοίκηση (το Management θα λέγαμε σήμερα) των Μοναστηριών και της περιουσίας τους σε ιδιώτες, δίχως να έχουν την υποχρέωση επιτελέσεως δημόσιας λειτουργίας, όπως στην περίπτωση της Πρόνοιας. Αυτό ονομάζονταν Χαριστίκιον.

Απολογισμός

Με τον Αλέξιο ξεκινά η υστεροβυζαντινή εποχή. Την περίοδο των Κομνηνών αναδιαρθρώνεται η διοίκηση και ο κρατικός μηχανισμός εν τω συνόλω, ενώ δημιουργούνται νέοι τίτλοι, όπως για παράδειγμα ο Σεβαστοκράτωρ, ως ανώτεροι αυλικοί τίτλοι (τον συγκεκριμένο τίτλο ο Αλέξιος τον απένειμε στον αδελφό του Ισαάκιο). Αυτό κρίθηκε απαραίτητο διότι το προηγούμενο σύστημα είχε καταρρεύσει. Στην ουσία αναφερόμαστε σε μία επανίδρυση του κράτους με σκοπό την επιβίωσή του. Εκ του αποτελέσματος, βεβαίως, φάνηκε ότι μετά την παρέλευση των τριών πρώτων ικανότατων Κομνηνών όταν η αυτοκρατορία έπεσε στα χέρια ανίκανων ηγετών έφθασε να καταλυθή το 1204. Σε γενικές γραμμές η κοινωνική κινητικότητα, η οποία χαρακτήριζε την μεσοβυζαντινή περίοδο σταματά και το κράτος επανδρώνεται με μέλη της οικογενειακής αλλά και της ευρύτερης στρατιωτικής αριστοκρατίας. Η εξουσία του Αλεξίου ήταν συγκεντρωτική και αυταρχική αλλά εκείνη την εποχή ήταν επιβεβλημένη δεδομένων των καταστάσεων που προηγήθηκαν. Ίσως ένα αρνητικό στοιχείο είναι ο διορισμός συγγενών τε και φίλων της οικογένειας σε καίρια διοικητικά πόστα, γεγονός το οποίο θα επιχειρήσει να περιορίσει ο γιος και διάδοχος του Αλεξίου ο Ιωάννης. Το πολιτικό του αφήγημα συνίσταται στην αριστοκρατική σταθερότητα, την οποία θέλει να την μετουσιώσει σε κοινωνική συνείδηση.



Πρωτογενείς πηγές:

1. Αλεξιάς Άννα Κομνηνή
2. Βίβλος Χρονική Μιχαήλ Γλύκας
3. Επιτομή Ιστορίας Ιωάννης Ζωναράς
4. Πανοπλία Δογματική Ευθύμιος Ζυγαβινός

Βιβλιογραφία:

1. Βυζαντινή Ιστορία, Τόμος Γ'1 Φριστοφιλοπούλου Αικατερίνη
2. Ιστορία του Βυζαντινού κράτους Ostrogorsky Georg
3. The Economic History of Byzantium from the Seventh through the Fifteenth century Laiou Angeliki
4. Το Βυζαντινό κράτος Καραγιαννόπουλος Ιωάννης
5. Η Γενεαλογία των Κομνηνών, Τόμος Α’ Βάρζος Κωνσταντίνος
6. The Fourth Crusade: Event, Aftermath, and Perceprions Madden Thomas

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Οι Δήμοι και ο ρόλος τους στο βυζαντινό κράτος

Οι «Δήμοι» στο Βυζάντιο αποτελούν κατάλοιπο των δημοκρατικών θεσμών. Αρχικά λειτουργούσαν ως λαϊκές ομάδες οι οποίες, στη συνέχεια, μετεξελίχθησαν σε αθλητικά σωματεία τα οποία είχαν επιφορτιστεί με την οργάνωση των ιππικών αγώνων.   Με την πάροδο του χρόνου, αυτά τα σωματεία απέκτησαν υπολογίσιμη πολιτική ισχύ. Από μαρτυρίες τις οποίες έχουμε η δραστηριότητά τους λάμβανε χώρα σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, τόσο στον ελλαδικό χώρο (Ρόδος, Γόρτυνα, Νέα Αγχίαλος κ.ά)  όσο και στη Μικρά Ασία (Μίλητος, Έφεσος Κύζικος, Πριήνη, Στρατονίκεια κ.ά), την Ανατολή (Αντιόχεια, Ιερουσαλήμ, Καισάρεια Παλαιστίνης, Έμεσα κ.ά) και την Αίγυπτο (Αλεξάνδρεια, Οξύρυγχος, Αντινόη κ.ά). Οι Δήμοι διακρίνονταν από τον χρωματισμό που είχαν τα εμβλήματά τους. Έτσι είχαμε τους Πράσινους, τους Λευκούς, τους Βένετους και τους Ρούσιους. Δηλαδή τέσσερις ξεχωριστούς Δήμους.  Επισήμως δεν είχαν κάποια πολιτική εξουσία. Από τον 5ο αιώνα οι αρχηγοί τους διορίζονταν από τον αυτοκρά

ΜΕΛΕΤΗ ΧΑΛΚΙΝΟΥ ΦΟΛΛΕΩΣ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

Περιγραφή Νομίσματος και σκιαγράφηση ιστορικού πλαισίου, εντός του οποίου εξεδόθη “ο δε αυτός βασιλεύς προεχειρίσατο κόμητα λαργιτιώνων Εν Κωνσταντινουπόλει τον από υπάτων Ιωάννην τον Παφλαγόνα τον λεγόμενον Καϊάφαν` όστις άπαν το προχωρόν κέρμα το λεπτόν εποίησε φολλερά προχωρείν εις πάσαν την Ρωμαϊκήν κατάστασιν έκτοτε” Ιωάννης Μαλάλας “Χρονογραφία” (για τους Φόλλεις που έκοψε ο Αναστάσιος) Ι. Εισαγωγή Η βυζαντινή νομισματική συνέχισε την ρωμαϊκή παράδοση της εκδόσεως τριών διαφορετικών νομισμάτων. Το ρωμαϊκό κράτος είχε σε κυκλοφορία χρυσά, αργυρά και χάλκινα νομίσματα. Το βυζαντινό το μιμήθηκε, μόνο που οι ονομασίες των νομισμάτων άλλαξαν. Το χρυσό ρωμαϊκό Aureus διεδέχθη ο χρυσούς Solidus, το αργυρό δηνάριο (Denarius) αντικαταστάθηκε από το Μηλιαρέσιον ενώ το χάλκινο Σεστέρτιο (Sestertius) έδωσε την θέση του στον Φόλλι. Η βυζαντινή νομισματική κυριαρχία είναι καθολική κατά την διάρκεια των μεσαιωνικών χρόνων. Σημείο καμπής αποτελεί ο 11ος αιώνας και

Ιστοριογραφικές πηγές για το Βυζάντιο

Οι πηγές, από τις οποίες αντλούμε πληροφορίες για την Βυζαντινή αυτοκρατορία, είναι δύο ειδών: οι άμεσες και οι έμμεσες. Ως άμεσες πηγές έχουμε τις εξής: ·        Νομοθεσία, για παράδειγμα ο Codex Theodosianus ή το Corpus   Iuris Civilis —   Πρακτικά και κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων —   Πρακτικά και κανόνες τοπικών Συνόδων —   Τα διάφορα έγγραφα που σώζονται (κυρίως σε παπύρους), κρατικά ή ιδιωτικά —   Επιγραφές, π.χ επιτύμβιες, επιγραφές μνημείων κ.λ.π —   Σφραγίδες, π.χ Χρυσόβουλα, Αργυρόβουλα, Μολυβδόβουλα —   Νομίσματα, π.χ ο βυζαντινός Σόλιδος, τα αργυρά Μιλιαρέσια, ή οι χάλκινες Φόλλεις —   Μνημεία —   Έργα Μικροτεχνίας, π.χ από Σμάλτο, Ελεφαντοστό κ.λ.π —   Μικρογραφίες, π.χ από το Χειρόγραφο του Σκυλίτζη —   Έργα πρακτικής χρησιμότητας για την κρατική διοίκηση και την στρατιωτική οργάνωση, π.χ για θέματα εθιμοτυπίας ή ιεραχικής τάξεως όπως τα έργα του Κωνσταντίνου του Ζ’ του Πορφυρογέννητου (945-959) —   Εκκλησιαστικά τακτικά ( Notita