Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η ευγενική καταγωγή στο Βυζάντιο. 11ος αιών, απόσπασμα από τον Μιχαήλ Ατταλειάτη


Φωτό: Χειρόγραφη υπογραφή Μιχαήλ Ατταλειάτου

Στην μεσοβυζαντινή εποχή η συγκλητική αριστοκρατία μεταβάλλεται σε αυλική αριστοκρατία. Το ίδιο συμβαίνει και με την ιεραρχία. Οι τίτλοι των σχολών πολλαπλασιάζονται κατά την βασιλεία του Ιουστινιανού Β’ (685-995 & 705-711), όπως για παράδειγμα: Σπαθάριοι, Κανδιδάτοι, Μανδάτορες κ.ά. Επίσης, δημιουργούνται νέοι τίτλοι ή αναβιώνουν παλαιοί που είχαν εκπέσει, π.χ ο Ανθύπατος τον 9ο, ο Δισύπατος επίσης τον 9ο, Πρόεδρος της Συγκλήτου, Βέστης ή Βεστιάρχης, Σεβαστός τον 11ο.

Στο 2ο ήμισυ του 9ου οι Γενεαλογίες των Ευγενών παίρνουν φανταστικά και πλάθουν μυθιστορηματικά την καταγωγή τους από επιφανείς ρωμαϊκές οικογένειες της παλαιάς Ρώμης. Για παράδειγμα, ο Βίος του Βασιλείου, ιδρυτού της Μακεδονικής Δυναστείας, αφήνει τέτοια υπονοούμενα. Επίσης, οι Φωκάδες, μεγαλογαιοκτήμονες (Δυνατοί) από την Μικρά Ασία, ισχυρίζοντο ότι κατάγονταν από τους Φαβίους. Γενικά, η άσκηση “Δυναστείας” παραμένει ως άσκηση νόμιμης βίας κατά την βυζαντινή εποχή.

Οι Δυνατοί (Potentes) είναι εκείνοι  που έχουν τα μέσα να ασκήσουν εξουσία, είτε νόμιμη είτε παράνομη. Διαθέτουν Δορυφόρους, δηλαδή σωματοφύλακες και ακολουθία. Ακόμη, με βάση την υιοθέτηση και την Βάπτιση, δημιουργούσαν πελατειακές σχέσεις. Οι φίλοι των Δυνατών, επίσης, θεωρούνται και εκεινοι Δυνατοί. Το 934 ο Ρωμανός Λακαπηνός προσδιόρισε τους Δυνατούς ως εκείνους που ήταν σε κάποια τάξη ή κατείχαν κάποιο αξίωμα. Μέχρι τότε δεν είχε προσδιοριστεί, επακριβώς, τι ήταν οι Δυνατοί. Ο ίδιος θέσπισε τον νόμο (Νεαρά) περί προτιμήσεως το 922, ο οποίος στρέφονταν κατά των Δυνατών. Με βάση την άνωθι Νεαρά πέτυχαν να προτιμώνται ως αγοραστές της κοινοτικής γης οι γείτονες και συγγενεις του πωλητή, να αποδίδονται αναδρομικά στους φτωχούς ιδιοκτήτες τα χωράφια που τους είχαν πάρει οι Δυνατοί και να απαγορεύεται η αγοραπωλησία των στρατιωτικών κτημάτων Οι έγνοια του ήταν κυρίως το Δημοσιονομικό όφελος και οι φόροι.

Ο 11ος αιών –μετά τον θάνατο του Βασιλείου του Β’ το 1025- αποτελεί περίοδο σφοδρής συγκρούσεως μεταξύ δύο αντίπαλων παρατάξεων: της πολιτικής των αυλικών αξιωματούχων από την μία και της στρατιωτικής από την άλλη. Οι πηγές του 11ου είναι αλληλοσυγκρουόμενες ως προς την προέλευση των 2 αυτών αντίπαλων παρατάξεων. Εντός των στρατιωτικών, επίσης, εμφανίζονται δύο φατρίες: οι Ανατολικοί και οι Δυτικοί.

Κατά την περίοδο των Κομνηνών (τέλη 11ου & 12ος) η σημασία του αξιώματος καταργείται και αναδεικνύεται η σημασία του τίτλου. Το σύστημα διακυβέρνησης είναι προσαρμοσμένο για την οικογένεια και τους συγγενείς των Κομνηνών. Δίπλα στους παλαιούς τίτλους δημιουργούνται νέοι τίτλοι όπως: Σεβαστοκράτωρ, Πανυπερσέβαστος, Πρωτοσεβαστοϋπέρτατος, Πανσέβαστος, Σεβαστός, Πρωτοσεβαστός κ.ά. Τα υψηλά αξιώματα συνδυάζονται με τους υψηλούς τίτλους. Από το 1081 και μετά (χρονιά που ανεβαίνει στον θρόνο ο Αλέξιος Α’) η άνοδος στην ιεραρχία προϋποθέτει τίτλο. Οι τίτλοι: Καίσαρ, Νοβελίσσιμος, Κουροπαλάτης, Ζωστή Πατρικία δίδονται στην οικογένεια. Μετά ακολουθούν οι αξιωματούχοι.

Στο απόσπασμα που ακολουθεί του Μιχαήλ Ατταλειάτη από την “Ιστορία” του στηλιτεύεται η καταγωγή του Νικηφόρου Βρυεννίου. Ο λόγος ήταν ότι ο Βρυέννιος, ευρισκόμενος στο Δυρράχιο, στασίασε, αρχικά το 1077 κατά του τότε αυτοκράτορος Μιχαήλ Ζ’ Δούκα (1071-1078), ενώ στην συνέχεια αρνήθηκε τις προτάσεις του Νικηφόρου Βοτανειάτη που στο μεταξύ είχε ανεβεί στον θρόνο (η ανάρρησή του έλαβε χώρα την επόμενη χρονιά το 1078). Ο Ατταλειάτης τον αποκαλεί  απάνθρωπο, καταγόμενο από αγενή φατρία και καταγόμενο από την Δύση (Εσπέριος), άρα εξ αυτού Δυσγενή. Ο τελευταίος επιθετικός προσδιορισμός σήμαινε ότι κατήγετο εκ κακού γένους. Ήταν το αντίθετο του Ευγενούς. Τέλος, δέον να επισημάνουμε ότι ο Ατταλειάτης ήταν θαυμαστής του Νικηφόρου Βοτανειάτου στον οποίο και αφιερώνει το ιστορικό του έργο καθόσον τιτλοφορείται: "Λόγος προσφωνητικός παρά Μιχαήλ Μαγίστρου Βέστου και κριτού του Ατταλειάτου προς τον Βασιλέα τον Βοτανειάτην ".

“ἀλλὰ καὶ οἱ ἐν τέλει πάντες δι' ὀργῆς ἐποιήσαντο τὴν τοῦ Βρυεννίου ἀπανθρωπίαν καὶ ἀδιάκριτον γνώμην, μὴ διακρίναντος τήν τε τῶν προγόνων τοῦ βασιλέως εὐγένειαν καὶ τὴν ἄνωθεν περιλάμπουσαν αὐτοὺς ἐν τοῖς πολεμικοῖς ἀνδραγαθήμασιν ἀρετὴν καὶ τὰ κατὰ τῶν ἐχθρῶν ἀγωνίσματα καὶ παλαίσματα, καὶ τὴν αὐτοῦ τοῦ βασιλέως λαμπρότητα καὶ ὑπεροχὴν ἐν ἀξιώμασι καὶ πολεμικοῖς ἀγωνίσμασι, καὶ τὸ ἀγενὲς τῆς ἑαυτοῦ φατρίας καὶ συγγενείας. ὅτι περ δουκικὰς ἀρχὰς ἐχόντων τῶν Βοτανειατῶν κἀν τῇ δύσει καὶ διαβοήτων ὄντων περὶ τὰ κράτιστα, οἱ τούτου πρόγονοι οὐδὲ παραστῆναι τούτοις ἠδύναντο καὶ τάξιν πληρῶσαι ὑπηρετῶν, ἀφανεῖς ὄντες καὶ μηδὲ τοῖς εὐτελεστέροις τῶν ἀξιωμάτων ἐκ τάγματι στρατιωτικῷ συνταττόμενοι, οὐδ' ὅτι ἐκ τῆς ἑώας εὐπατρίδης ὁ βασιλεὺς πέφυκεν, αὐτὸς δ' ἑσπέριος καὶ δυσγενής ἐστι κατὰ σύγκρισιν· καὶ διὰ τοῦτο κοινῶς αὐτὸν ἀπεκήρυττον ἅπαντες, καὶ ὅρκῳ πληροφορήσαντες μέχρις αἵματος διαγωνίσασθαι κατ' αὐτοῦ τὰ εὔορκα ψηφίσασθαι τῷ ἐπουρανίῳ βασιλεῖ καθικέτευον.”

Μιχαήλ Ατταλειάτης: Ιστορία, 288.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Οι Δήμοι και ο ρόλος τους στο βυζαντινό κράτος

Οι «Δήμοι» στο Βυζάντιο αποτελούν κατάλοιπο των δημοκρατικών θεσμών. Αρχικά λειτουργούσαν ως λαϊκές ομάδες οι οποίες, στη συνέχεια, μετεξελίχθησαν σε αθλητικά σωματεία τα οποία είχαν επιφορτιστεί με την οργάνωση των ιππικών αγώνων.   Με την πάροδο του χρόνου, αυτά τα σωματεία απέκτησαν υπολογίσιμη πολιτική ισχύ. Από μαρτυρίες τις οποίες έχουμε η δραστηριότητά τους λάμβανε χώρα σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, τόσο στον ελλαδικό χώρο (Ρόδος, Γόρτυνα, Νέα Αγχίαλος κ.ά)  όσο και στη Μικρά Ασία (Μίλητος, Έφεσος Κύζικος, Πριήνη, Στρατονίκεια κ.ά), την Ανατολή (Αντιόχεια, Ιερουσαλήμ, Καισάρεια Παλαιστίνης, Έμεσα κ.ά) και την Αίγυπτο (Αλεξάνδρεια, Οξύρυγχος, Αντινόη κ.ά). Οι Δήμοι διακρίνονταν από τον χρωματισμό που είχαν τα εμβλήματά τους. Έτσι είχαμε τους Πράσινους, τους Λευκούς, τους Βένετους και τους Ρούσιους. Δηλαδή τέσσερις ξεχωριστούς Δήμους.  Επισήμως δεν είχαν κάποια πολιτική εξουσία. Από τον 5ο αιώνα οι αρχηγοί τους διορίζονταν από τον αυτοκρά

ΜΕΛΕΤΗ ΧΑΛΚΙΝΟΥ ΦΟΛΛΕΩΣ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

Περιγραφή Νομίσματος και σκιαγράφηση ιστορικού πλαισίου, εντός του οποίου εξεδόθη “ο δε αυτός βασιλεύς προεχειρίσατο κόμητα λαργιτιώνων Εν Κωνσταντινουπόλει τον από υπάτων Ιωάννην τον Παφλαγόνα τον λεγόμενον Καϊάφαν` όστις άπαν το προχωρόν κέρμα το λεπτόν εποίησε φολλερά προχωρείν εις πάσαν την Ρωμαϊκήν κατάστασιν έκτοτε” Ιωάννης Μαλάλας “Χρονογραφία” (για τους Φόλλεις που έκοψε ο Αναστάσιος) Ι. Εισαγωγή Η βυζαντινή νομισματική συνέχισε την ρωμαϊκή παράδοση της εκδόσεως τριών διαφορετικών νομισμάτων. Το ρωμαϊκό κράτος είχε σε κυκλοφορία χρυσά, αργυρά και χάλκινα νομίσματα. Το βυζαντινό το μιμήθηκε, μόνο που οι ονομασίες των νομισμάτων άλλαξαν. Το χρυσό ρωμαϊκό Aureus διεδέχθη ο χρυσούς Solidus, το αργυρό δηνάριο (Denarius) αντικαταστάθηκε από το Μηλιαρέσιον ενώ το χάλκινο Σεστέρτιο (Sestertius) έδωσε την θέση του στον Φόλλι. Η βυζαντινή νομισματική κυριαρχία είναι καθολική κατά την διάρκεια των μεσαιωνικών χρόνων. Σημείο καμπής αποτελεί ο 11ος αιώνας και

Ιστοριογραφικές πηγές για το Βυζάντιο

Οι πηγές, από τις οποίες αντλούμε πληροφορίες για την Βυζαντινή αυτοκρατορία, είναι δύο ειδών: οι άμεσες και οι έμμεσες. Ως άμεσες πηγές έχουμε τις εξής: ·        Νομοθεσία, για παράδειγμα ο Codex Theodosianus ή το Corpus   Iuris Civilis —   Πρακτικά και κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων —   Πρακτικά και κανόνες τοπικών Συνόδων —   Τα διάφορα έγγραφα που σώζονται (κυρίως σε παπύρους), κρατικά ή ιδιωτικά —   Επιγραφές, π.χ επιτύμβιες, επιγραφές μνημείων κ.λ.π —   Σφραγίδες, π.χ Χρυσόβουλα, Αργυρόβουλα, Μολυβδόβουλα —   Νομίσματα, π.χ ο βυζαντινός Σόλιδος, τα αργυρά Μιλιαρέσια, ή οι χάλκινες Φόλλεις —   Μνημεία —   Έργα Μικροτεχνίας, π.χ από Σμάλτο, Ελεφαντοστό κ.λ.π —   Μικρογραφίες, π.χ από το Χειρόγραφο του Σκυλίτζη —   Έργα πρακτικής χρησιμότητας για την κρατική διοίκηση και την στρατιωτική οργάνωση, π.χ για θέματα εθιμοτυπίας ή ιεραχικής τάξεως όπως τα έργα του Κωνσταντίνου του Ζ’ του Πορφυρογέννητου (945-959) —   Εκκλησιαστικά τακτικά ( Notita