Ολόκληρη η επιστολή του Ιωάννου Γ' Δούκα Βατάτζη στον Πάπα Γρηγόριο Θ' το 1237. Η Δύση, εκτός της εκκλησιαστικής πρωτοκαθεδρίας, απαιτούσε και την πολιτική. Στα πλαίσια μάλιστα της παπικής πονηριάς ο Γρηγόριος ανέφερε ότι η Σοφία των Ελλήνων θα αναγνώριζε τα δίκαια της ρωμαϊκής Εκκλησίας:
"Ιωάννης εν Χριστώ τω Θεώ πιστός βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων ο Δούκας τω αγιωτάτω πάπα της πρεσβυτέρας Ρώμης Γρηγορίω σωτηρίας και ευχών αίτησιν.
Οι αποσταλέντες της σης αγιότητος κομισταί του γράμματος τούτου διετείνεντο ότι είναι της σης αγιότητος, αλλ’ η βασιλεία μου, αναγνούσα τα γεγραμμένα, δεν ηθέλησε να πιστεύση ότι είναι σον, αλλ’ ανθρώπου ζώντος εν εσχάτη απονοία έχοντος δε την ψυχήν πλήρη τύφου και αυθαδείας διότι πώς να μην υπολάβωμεν τοιούτον τον γράψαντα … μη διδαχθέντα περί του μεγέθους της αρχής ημών και της δυνάμεως;
Δεν είχομεν χρείαν σοφίας ίνα διαγνώσωμεν τις και ποίος είναι οσός θρόνος. Εάν έκειτο επί των νεφελών ή μετέωρός που, ίσως υπήρχεν ανάγκη σοφίας μετεωρολογικής προς ανεύρεσίν του, αλλ’ επειδή είναι εστηριγμένος επί της γης, και ουδόλως διαφέρει των λοιπών θρόνων, η τούτου γνώσις πρόχειρος είναι τοις πάσιν.
Και ότι μεν από του ημετέρου γένους η σοφία και το εκ ταύτης αγαθόν ήνθησε και εις άλλους διεδόθη, καλώς είρηται. Πως όμως ηγνοήθη ή και μη αγνοηθέν πως εισηγήθη ότι μετά της σοφίας είναι προσκεκληρωμένη εις το γένος ημών παρά του μεγάλου Κωνσταντίνου και η βασιλεία; Τις αγνοεί ότι ο κλήρος της διαδοχής εκείνου εις το ημέτερον διέβη γένος και ότι ημείς είμεθα οι τούτου κληρονόμοι και διάδοχοι.
Ημείς βιασθέντες μετεκινήθημεν του τόπου, αλλά δεν παραιτούμεθα τα δικαιώματα ημών επί της αρχής και του κράτους της Κωνσταντινουπόλεως. Ο βασιλεύων άρχει και κρατεί έθνους και λαού και πλήθους ουχί λίθων τε και ξύλων άτινα αποτελούσι τα τείχη και τα πυργώματα.
Το γράμμα σου περιείχε και τούτο, ότι κήρυκες της σης τιμιότητος το του σταυρού διήγγειλαν κήρυγμα εις όλον τον κόσμον, και ότι πλήθος ανδρών πολεμιστών έσπευσεν εις εκδίκησιν της Αγίας Γης. Τούτο μαθόντες εχάρημεν και ελπίδων μεστοί γεγόναμεν ότι ούτοι εκδικηταί των αγίων τόπων ήθελον αρχίσει την εκδικίαν από της ημετέρας πατρίδος και ότι ήθελον τιμωρήσει τους αιχμαλωτιστάς αυτής, ως βεβηλώσαντας αγίους οίκους ως ενυβρίσαντας θεία σκεύη, και πάσαν ανοσιουργίαν διαπράξαντας κατά χριστιανών. Επειδή όμως το γράμμα ωνόμαζε Βασιλέαν τον Ιωάννην Βρυέννιον της Κωνσταντινουπόλεως … και προς βοήθειαν τούτου εστέλλοντο οι νέοι σταυροφόροι, εγελώμεν αναλογιζόμενοι την των αγίων τόπων ειρωνίαν και τα κατά του σταυρού παίγνια.
Επειδή δε η ση τιμιότης διά του γράμματος παρακινεί να μην παρενοχλώμεν τον σον φίλον και υιόν Ιωάννην Βρυέννιον, καθιστώμεν γνωστόν … ότι δεν γνωρίζομεν που γης ή θαλάσσης είναι η επικράτεια αυτού του Ιωάννου. Εάν δε περί Κωνσταντινουπόλεως είναι ο λόγος δήλων καθιστώμεν … ως ουδέποτε παυσόμεθα μαχόμενοι και πολεμούντες τοις κατέχουσι την Κωνσταντινούπολιν. Ή γαρ αν άδικο ίημεν και φύσεως νόμους και πατρίδος θεσμούς και πατέρων τάφους και τεμένη θεία και ιερά, ειμή εκ πάσης της ισχύος, τούτων ένεκα διαγωνισόμεθα.
Η βασιλεία μου πάνυ ορέγεται και ποθείν ίνα διασώση το προς την αγίαν της Ρώμης Εκκλησίαν προσήκον σέβας … μόνον εάν και η ση αγιότης μη παρίδη τα δικαιώματα της ημετέρας βασιλείας.
Περιοδικό Αθήναιον Α' 1872 (αναφέρεται και από τον Απόστολο Βακαλόπουλο στο 8τομο μνημειώδες έργο του: "Ιστορία του νέου ελληνισμού")
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου