Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Θεόφιλος vs Αλ Μουτασίμ




Ιωσήφ Γενέσιος: Περί Βασιλειών (Θεόφιλος)

Του δε αλλαγίου περατωθέντος και της ανά μεταξύ Ρωμαίων τε και Αγαρηνών ειρήνης διαλυθείσης, ο βασιλεύς γενναΐζειν κατά πολεμίων πολλήν επεποίητο μέριμναν, ως μηδ΄ όλως ελάττων γενέσθαι της πατρικής γενναιότητος` και κατά των Ισμαηλιτώντην χώραν συν πλήθει πολλώι προχωρείκαι αιχμαλωσίαν παντοδαπή παρυφίστησιν, ως και παρεμβαθύναι τοις εσωτέροις μέρεσι ταύτης αυτή τε πατρίδι προσεμπελάσαι του τόυε κρατούντος αμεραμνουνή, ήτις Οζόπετρα προσηγόρευται, και ταύτην πολιορκήσαι προς ύβριν αυτού. […] Λέγεται δε ώδε πως παρά τισιν, ότι μετά το εκστρατεύσαι Θεόφιλον συν Πέρσαις, και την κατ’ Αγαρηνών νίκην εργάσασθαι και αύθις εξιέναι μετά Περσών και Οζοπέτραν πόλιν την μαιευσαμένην τον Αμεραμνουνή εκπορθήσαι. Ως εντεύθεν κεχολώσθαι τούτον συμβέβηκε. Διό στρατιάν εξ Αιγύπτου και Παλαιστίνης συλλεξάμενος διάφορον, και προς το Ταρσού της Κίλικος ταύτης δε διά μέσου Κύδνον τον ποταμόν οδεύοντα. […] τον δε ίδιον υιόν ο Αμερουμνήμ προεξέπεμψε κατά το προς ανατολήν συν τοις ανατολικοτάτης τόδε ανδρικών Τούρκων και αυτοίς γειτνιάζουσι άχρι χιλιάδων ί, μετά πάσης της εξ Αρμενίων τούτω Βεσπαρακανίτου, και αυτού του άρχοντος τόνδε αρχόντων και Αμέρ τηνικαύτα Μελιτίνην διέποντος οι κατά τον Δαζημώνα συνήχθησαν στρατοπεδευσάμενοι.

Συνεχισταί Θεοφάνους: Θεόφιλος

“Έξεισι δε πάλιν ο Θεόφιλος κατά των Αγαρηνών εμβριθέστερος, της παρτρικής ηττάσθαι τόλμης ανέραστος ων. Όθεν και πορρωτέρω πρόεισι της Συριάς, ομού μεν κείρων την γην και πορθών, ομού δε λαφυραγωγών αυτήν και αιχμαλωτίζων, και πόλεις παραλαμβάνων άλλας τε δύο και μέχρις εδάφους καταστρεφόμενος, και αυτή δε την Σωζόπετραν εκπολιορκήσας πατρίδα τυγχάνουσαν του αμεραμνουνή, υπέρ ης εγένετο εκείθε διά γραμμάτων προτρέψασθαι αναχωρείν τον Θεόφιλον εκ της πατρίδος αυτού, καν ουχί είχέ προς τον ακούοντα. […] Ο δε αμεραμνουνής τοσούτον ετρώθη την ψυχήν επί τηι καταλήψει τε και πορθήσει της πατρίδος αυτού ως παντχαού θεσπίσαι τε και κηρύξαι πάσαν ηλικίαν εκ τα Βαβυλωνίας και Φοινίκης και Κοίλης Συρίας και Παλαιστίνης τε και της Κάτω Λιβύης συναθροιζομένην επί ταις ασπίσιν αυτών εγγράψαι Αμόριον, την κατ’ αυτού διάβασιν μετά θρασύτητος αινιττόμενος.”

Συμεών ο Μάγιστρος: Θεόφιλος

“Τωι ζ’ αυτού έτει εξέρχεται ο Βασιλεύς μετά Μανουήλ και της Συγκλήτου και του στρατού παντπος κατά Αγαρηνών. Και ευπετώς την τε Ζάπετρον και τον Σαμοσάτορα πλούτωι κομώντα διά το Αμερμουμνήν εκείθεν είναι παραλαβών, επανήει τηι νίκηι και τους λαφύροις γαυρούμενος. […] Τωι θ’ αυτού έτει Άραβες μετά δυνάμεως μετά δυνάμεως πολλής κατά Ρωμανίας εξήεσαν, και ο βασιλεύς άμα της πρόσφυξι Πέρσαις και τοις τάγμασι και Μανουήλ Δομεστίκωι κατ΄αυτών εκχώρει. Και συμβολής γενομένης ηττηθείς ο βασιλεύς μέσον εισήλθε των Περσών, υπ’ αυτών περισωθήναι υπολαμβάνων.”


Ο Αββασίδης Χαλίφης Αλ Μουτασίμ (833-842) εξεστράτευσε κατά του αυτοκράτορος Θεοφίλου (829-842) όταν ο τελευταίος σε εκστρατεία του το 836, με ένα μεγάλο στράτευμα περί τους 100.000, κυρίεψε και λεηλάτησε τα Σαμόσατα και τη Σωζόπετρα. Η τελευταία ήταν η πόλη από την οποία κατάγονταν ο Αλ Μουτασίμ, ο οποίος ορκίστηκε εκδίκηση με το να εκστρατεύσει και να καταλάβει το Αμόριο, γενέτειρα του Θεοφίλου και της Αμοριανής Δυναστείας (Μιχαήλ Β’ ο Τραυλός 820-829, Θεόφιλος 829-842, Μιχαήλ Γ’ ο Μέθυσος 842-867). Στη μάχη της Δαζιμώνος, όπως αναφέρει ο Ιωσήφ Γενέσιος στο απόσπασμα που παρατίθεται, ο βυζαντινός στρατός θα υποστεί μία συντριπτική ήττα και ο ίδιος ο Θεόφιλος θα κινδυνέψει να πιαστεί αιχμάλωτος. Ο στρατός του Χαλιφάτου, μετά από αυτή τη νικηφόρα για εκείνον μάχη, θα κυριεύσει και θα καταστρέψει την Άγκυρα και το Αμόριο, έχοντας ως στόχο να φθάσει μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Τελικά, ο Αλ Μουτασίμ θα αναγκαστεί να επιστρέψει πίσω γιατί ξέσπασε στάση στο Χαλιφάτο. Τα αραβικά στρατεύματα επανήλθαν το 840 αλλά ηττήθηκαν από τους Βυζαντινούς. Θα περάσουν περίπου ακόμη είκοσι έτη και κάτι για την αποφασιστική βυζαντινή νίκη του στρατηγού Πετρωνά στον ποταμό Λαλακάοντα τον Σεπτέμβριο του 863. Με τη νίκη εκείνη τερματίζονται οι αμυντικοί βυζαντινοί πόλεμοι έναντι του Χαλιφάτου. Με την ανάρρηση στο θρόνο του Βασιλείου του Α’ (867-886) και της Μακεδονικής Δυναστείας θα ξεκινήσουν οι επιθετικοί πόλεμοι που θα οδηγήσουν στη Βυζαντινή Εποποιία του 10ου αιώνος έναντι των Αράβων.

Είναι σημαντικό να προσθέσουμε ότι μετά την ήττα του το 838 ο Θεόφιλος απευθύνθηκε στους διαδόχους του Καρλομάγνου στη Δύση (Λουδοβίκο τον Ευσεβή) ώστε να ζητήσει βοήθεια. Είναι η πρώτη φορά που βυζαντινός αυτοκράτορας ζητά βοήθεια τα δυτικά κράτη.

Ακολουθούν τρία αποσπάσματα από βυζαντινές πηγές για τα γεγονότα της τριετίας 836-838. Είναι από τον Ιωσήφ Γενέσιο, τους Συνεχιστές του Θεοφάνους και τον Συμεών τον Μάγιστρο. Να σημειώσουμε ότι τόσο ο Βασίλιεφ, όσο και ο Treadgold, αμφισβητούν την εκδοχή των βυζαντινών πηγών πως το κίνητρο του Αλ Μουτασίμ ήταν μόνο η καταστροφή του Αμορίου. Θεωρούν πως αυτό ήταν η βυζαντινή δικαιολογία ώστε να απαλειφθεί το τεράστιο μέγεθος της ήττας του βυζαντινού στρατού. Αντιθέτως, ο Κωνσταντίνος Άμαντος και η Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου εμπιστεύονται τους βυζαντινούς χρονογράφους.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Οι Δήμοι και ο ρόλος τους στο βυζαντινό κράτος

Οι «Δήμοι» στο Βυζάντιο αποτελούν κατάλοιπο των δημοκρατικών θεσμών. Αρχικά λειτουργούσαν ως λαϊκές ομάδες οι οποίες, στη συνέχεια, μετεξελίχθησαν σε αθλητικά σωματεία τα οποία είχαν επιφορτιστεί με την οργάνωση των ιππικών αγώνων.   Με την πάροδο του χρόνου, αυτά τα σωματεία απέκτησαν υπολογίσιμη πολιτική ισχύ. Από μαρτυρίες τις οποίες έχουμε η δραστηριότητά τους λάμβανε χώρα σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, τόσο στον ελλαδικό χώρο (Ρόδος, Γόρτυνα, Νέα Αγχίαλος κ.ά)  όσο και στη Μικρά Ασία (Μίλητος, Έφεσος Κύζικος, Πριήνη, Στρατονίκεια κ.ά), την Ανατολή (Αντιόχεια, Ιερουσαλήμ, Καισάρεια Παλαιστίνης, Έμεσα κ.ά) και την Αίγυπτο (Αλεξάνδρεια, Οξύρυγχος, Αντινόη κ.ά). Οι Δήμοι διακρίνονταν από τον χρωματισμό που είχαν τα εμβλήματά τους. Έτσι είχαμε τους Πράσινους, τους Λευκούς, τους Βένετους και τους Ρούσιους. Δηλαδή τέσσερις ξεχωριστούς Δήμους.  Επισήμως δεν είχαν κάποια πολιτική εξουσία. Από τον 5ο αιώνα οι αρχηγοί τους διορίζονταν από τον αυτοκρά

Ιστοριογραφικές πηγές για το Βυζάντιο

Οι πηγές, από τις οποίες αντλούμε πληροφορίες για την Βυζαντινή αυτοκρατορία, είναι δύο ειδών: οι άμεσες και οι έμμεσες. Ως άμεσες πηγές έχουμε τις εξής: ·        Νομοθεσία, για παράδειγμα ο Codex Theodosianus ή το Corpus   Iuris Civilis —   Πρακτικά και κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων —   Πρακτικά και κανόνες τοπικών Συνόδων —   Τα διάφορα έγγραφα που σώζονται (κυρίως σε παπύρους), κρατικά ή ιδιωτικά —   Επιγραφές, π.χ επιτύμβιες, επιγραφές μνημείων κ.λ.π —   Σφραγίδες, π.χ Χρυσόβουλα, Αργυρόβουλα, Μολυβδόβουλα —   Νομίσματα, π.χ ο βυζαντινός Σόλιδος, τα αργυρά Μιλιαρέσια, ή οι χάλκινες Φόλλεις —   Μνημεία —   Έργα Μικροτεχνίας, π.χ από Σμάλτο, Ελεφαντοστό κ.λ.π —   Μικρογραφίες, π.χ από το Χειρόγραφο του Σκυλίτζη —   Έργα πρακτικής χρησιμότητας για την κρατική διοίκηση και την στρατιωτική οργάνωση, π.χ για θέματα εθιμοτυπίας ή ιεραχικής τάξεως όπως τα έργα του Κωνσταντίνου του Ζ’ του Πορφυρογέννητου (945-959) —   Εκκλησιαστικά τακτικά ( Notita

ΜΕΛΕΤΗ ΧΑΛΚΙΝΟΥ ΦΟΛΛΕΩΣ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

Περιγραφή Νομίσματος και σκιαγράφηση ιστορικού πλαισίου, εντός του οποίου εξεδόθη “ο δε αυτός βασιλεύς προεχειρίσατο κόμητα λαργιτιώνων Εν Κωνσταντινουπόλει τον από υπάτων Ιωάννην τον Παφλαγόνα τον λεγόμενον Καϊάφαν` όστις άπαν το προχωρόν κέρμα το λεπτόν εποίησε φολλερά προχωρείν εις πάσαν την Ρωμαϊκήν κατάστασιν έκτοτε” Ιωάννης Μαλάλας “Χρονογραφία” (για τους Φόλλεις που έκοψε ο Αναστάσιος) Ι. Εισαγωγή Η βυζαντινή νομισματική συνέχισε την ρωμαϊκή παράδοση της εκδόσεως τριών διαφορετικών νομισμάτων. Το ρωμαϊκό κράτος είχε σε κυκλοφορία χρυσά, αργυρά και χάλκινα νομίσματα. Το βυζαντινό το μιμήθηκε, μόνο που οι ονομασίες των νομισμάτων άλλαξαν. Το χρυσό ρωμαϊκό Aureus διεδέχθη ο χρυσούς Solidus, το αργυρό δηνάριο (Denarius) αντικαταστάθηκε από το Μηλιαρέσιον ενώ το χάλκινο Σεστέρτιο (Sestertius) έδωσε την θέση του στον Φόλλι. Η βυζαντινή νομισματική κυριαρχία είναι καθολική κατά την διάρκεια των μεσαιωνικών χρόνων. Σημείο καμπής αποτελεί ο 11ος αιώνας και