Κασσία ή Κασσιανή (9ος αιών)
Το τροπάριό της
ψάλλεται σήμερα Μ. Τρίτη. Πόσοι όμως γνωρίζουν ποια ήταν;
Όταν η Ευφροσύνη,
Μητριά του μετέπειτα αυτοκράτορος Θεόφιλου, αποφάσισε να βρει νύφη για τον ίδιο
προσεκάλεσε τις πιο επιφανείς αρχόντισσες της Ρωμανίας, ανάμεσα τους η Κασσία ή
Κασσιανή. Επρόκειτο για μία πανέμορφη και μορφωμένη γυναίκα, γόνο επιφανούς
οικογένειας γαιοκτημόνων, η οποία ήταν σίγουρο πως θα ήταν η επόμενη Αυγούστα
καθόσον ξεχώριζε από τις υπόλοιπες κοπέλες. Κατά τη διάρκεια της ακρόασης (ένα
είδος ιδιότυπων καλλιστείων της εποχής) ο Θεόφιλος θα επέλεγε την εκλεκτή του
δίνοντάς της ένα χρυσό μήλο
Όταν είδε την
Κασσιανή θαμπώθηκε από την ομορφιά της, την πλησίασε και της είπε: "Ὡς ἂρα διά γυναικός ἐρρύη τὰ φαῦλα" (Από
τη γυναίκα ήρθαν στον κόσμο τα κακά [πράγματα]), αναφερόμενος στην αμαρτία
και τις συμφορές που προέκυψαν από την Εύα. Η Κασσία, ετοιμόλογη ούσα, του
απάντησε: "Ἀλλά καὶ διά γυναικός
πηγάζει τά κρείττω" (Αλλά και από τη γυναίκα [ήρθαν στον
κόσμο] τα καλά [πράγματα]), αναφερόμενη στην ελπίδα της σωτηρίας από την
ενσάρκωση του Χριστού μέσω της Παναγίας
Ο Θεόφιλος έμεινε
ενεός με την απάντησή της. Τελικά έκανε πίσω και έδωσε το χρυσό μήλο στη
Θεοδώρα από την Παφλαγονία. Ήταν όμως ερωτευμένος με την Κασσία, όπως κι εκείνη
με αυτόν. Για το λόγο αυτό, μετά την αυτοκρατορική ακρόαση, προτίμησε να
κλειστεί σε Μοναστήρι
Ορισμένοι ερευνητές
έχουν αμφισβητήσει την πατρότητα του παραπάνω διαλόγου θεωρώντας τον ως μύθο,
γέννημα της παραδόσεως, παρουσιάζοντας αρκετές ενδείξεις. Όπως και να έχει η
Κασσιανή έμεινε στην Αθανασία από τους ύμνους της, με κορυφαίο το τροπάριο που
ψάλλεται την Μεγάλη Τρίτη το βράδυ. Έχουν σωθεί περί τους 50 ύμνους της, εκ των
οποίων οι 23 είναι ενταγμένοι στα λειτουργικά βιβλία της Ανατολικής Ορθοδόξου
Εκκλησίας.
Η Κασσιανή αναφέρεται από τους Χρονογράφους, Συμεών τον Μάγιστρο, Γεώργιο τον Μοναχό, Λέοντα τον Γραμματικό και Ιωάννη Ζωναρά.
Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή, | Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες |
τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν, | σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα |
ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει. | και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου |
Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, | κι έλεγε οδυρόμενη: Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη |
ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας. | και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας. |
Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων, | Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων, |
ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ· | εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας. |
κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας, | Λύγισε στ' αναστενάγματα της καρδιάς μου, |
ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει. | εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης. |
Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας, | Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου, |
ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις· | και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου· |
ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, | αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό, |
κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη. | τ' άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε. |
Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους | Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο, |
τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου; | ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου; |
Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος. | Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ' αμέτρητο έλεος |
(Μεταγραφή: Φώτης Κόντογλου) |
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου