Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο αυτοκράτωρ Μαυρίκιος 582-602



Ο Μαυρίκιος ή αλλιώς Flavius Mauricius Tiberius Augustus είχε καταγωγή από την Καππαδοκία. Ενυμφεύθη την κόρη του προηγούμενου αυτοκράτορος Τιβερίου, την Κωνσταντία. Ο Τιβέριος, λίγο πριν πεθάνει, τον ανακήρυξε διάδοχό του στον βυζαντινό θρόνο. Ο Μαυρίκιος επεδίωξε να βελτιώσει τα οικονομικά του κράτους ασκώντας πολύ σφικτή, έως δυσβάστακτη, δημοσιονομική πολιτική. Αυτό προκάλεσε αντιδράσεις, οι οποίες, σε συνδυασμό με την στρατιωτική του πολιτική, θα οδηγήσουν στην ανατροπή του.

Ο Μαυρίκιος συνέχισε τον πόλεμο με τους Πέρσες (ένας πόλεμος που ξεκίνησε το 572 την εποχή του Ιουστίνου Β'), στον οποίο είχε μεγάλες επιτυχίες, όπως την νίκη των βυζαντινών στη θέση Σολάχων της Αρμενίας το 586 αλλά δοκίμασε και ήττες όπως η κατάληψη της Μαρτυροπόλεως το 589 από τον περσικό στρατό. Το 591 τα βυζαντινά στρατεύματα συντρίβουν τα περσικά του σφετεριστού του Περσικού θρόνου Βαράμ στην μάχη κοντά στο Γκαντζάκ (σημερινό Αζερμπαϊτζάν) το φθινόπωρο του 591. Ο καταφυγών στο Βυζάντιο νόμιμος διάδοχος Χοσρόης Β’ επιστρέφει στον θρόνο του και υπογράφει Συνθήκη παραχωρώντας το Δάρας και την Μαρτυρόπολη στους βυζαντινούς. Έτσι, ο Μαυρίκιος μπορεί να ασχοληθεί, απερίσπαστος, με το μέτωπο της Βαλκανικής.

Το 592 ξεκινά τις πολεμικές επιχειρήσεις κατά των Αβάρων. Το φθινόπωρο του ίδιου έτους υπογράφεται, τελικά, συνθήκη του Βυζαντίου μετά των Αβάρων, οι πολεμικές, όμως, δράσεις των βυζαντινών συνεχίζονται, εναντίον των Σλάβων αυτή τη φορά. Την άνοιξη του 595 οι Βυζαντινοί ανακτούν την Σιγγιδώνα από τους Αβάρους. Οι τελευταίοι πολιορκούν την Θεσσαλονίκη το 597. Το 598 υπογράφεται νέα συνθήκη μεταξύ του Μαυρικίου και του Άβαρου Χαγάνου. Ο Μαυρίκιος, μετά από λίγο καιρό επιζητά να συντρίψει οριστικά τους Αβάρους και στέλνει τον Πρίσκο που τους νικά μετά από μία σειρά σκληρών συγκρούσεων. Τα σύνορα στην περιοχή του Δουνάβεως εκκαθαρίζονται αλλά τότε ο Μαυρίκιος κάνει το μοιραίο λάθος να δώσει εντολή στον στρατό να διαχειμάσει στην περιοχή. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να στασιάσει το στράτευμα και να αναδειχθεί από αυτό ένας εκατόνταρχος, ο Φωκάς.

 Ο Φωκάς, σε συνεργασία με τους Δήμους (Πράσινοι και Βένετοι, αμφότεροι υποστήριξαν τον στασιαστή) –την δύναμη των οποίων είχε αποκαταστήσει ο Ιουστίνος ο Β’ όπως είδαμε- βαδίζει κατά της Κωνσταντινουπόλεως, συλλαμβάνει τον Μαυρίκιο και εκτελεί, τόσο τον ίδιο όσο και τους γιους του. Να σημειώσουμε εδώ ότι όλες οι στάσεις, μέχρι τον Φωκά, αναζητούσαν ηγέτες από τους Ευγενείς. Για παράδειγμα το 532 στην «Στάση του Νίκα» οι στασιαστές αναγόρευσαν στον Ιππόδρομο αυτοκράτορα τον Υπάτιο, ανηψιό του αυτοκράτορος Αναστασίου.

Ο Μαυρίκιος ευτύχησε να έχει στο στράτευμα ικανότατους στρατηγούς όπως ο Πρίσκος, ο Ναρσής, ο Γερμανός, ο Κομεντίολος,  ο Φιλιππικός και ο Ηράκλειος (πατέρας του μετέπειτα αυτοκράτορος). Στον Μαυρίκιο αποδίδεται το λεγόμενο και «Στρατηγικόν του Μαυρικίου», από το οποίο αντλούμε πολλές πληροφορίες για τους Σκλάβους. Τέλος, ο Μαυρίκιος ίδρυσε τα εξαρχάτα (διοικητικές περιφέρειες) της Βορείου Αφρικής και της Ραβέννας

Πατριάρχης Ιωάννης Δ’ ο Νηστευτής: Γίνεται μνεία στον συγκεκριμένο Πατριάρχη διότι έδρασε την εποχή του Μαυρικίου. Ο Ιωάννης κατήγετο, και εκείνος, εκ Καππαδοκίας και ήταν τόσο εγκρατής και λιτοδίαιτος που ονομάστηκε “Νηστευτής”. Το 582 χειροτονείται Πατριάρχης και είναι ο πρώτος Πατριάρχης που χρησιμοποίησε τον όρο “Οικουμενικός”, κατόπιν παροτρύνσεως από τον Μαυρίκιο. Ο απώτερος σκοπός του Μαυρικίου ήταν να τεθεί επικεφαλής των Πατριαρχείων της Ανατολής ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Αυτή η ενέργεια έφερε την αντίδραση του Πάπα Γρηγορίου του Α’ διότι θεωρούσε ότι το Πρωτείο της παπικής Εκκλησίας υποβαθμίζονταν. Μάλιστα ο συγκεκριμένος Πάπας είναι εκείνος που ενεπνεύσθη τον τίτλο servus servorum Dei (δούλος των δούλων του Θεού) που χρησιμοποιούν έκτοτε οι Πάπες, ως αντίστιξη στον τίτλο που υιοθέτησε ο Ιωάννης. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Οι Δήμοι και ο ρόλος τους στο βυζαντινό κράτος

Οι «Δήμοι» στο Βυζάντιο αποτελούν κατάλοιπο των δημοκρατικών θεσμών. Αρχικά λειτουργούσαν ως λαϊκές ομάδες οι οποίες, στη συνέχεια, μετεξελίχθησαν σε αθλητικά σωματεία τα οποία είχαν επιφορτιστεί με την οργάνωση των ιππικών αγώνων.   Με την πάροδο του χρόνου, αυτά τα σωματεία απέκτησαν υπολογίσιμη πολιτική ισχύ. Από μαρτυρίες τις οποίες έχουμε η δραστηριότητά τους λάμβανε χώρα σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, τόσο στον ελλαδικό χώρο (Ρόδος, Γόρτυνα, Νέα Αγχίαλος κ.ά)  όσο και στη Μικρά Ασία (Μίλητος, Έφεσος Κύζικος, Πριήνη, Στρατονίκεια κ.ά), την Ανατολή (Αντιόχεια, Ιερουσαλήμ, Καισάρεια Παλαιστίνης, Έμεσα κ.ά) και την Αίγυπτο (Αλεξάνδρεια, Οξύρυγχος, Αντινόη κ.ά). Οι Δήμοι διακρίνονταν από τον χρωματισμό που είχαν τα εμβλήματά τους. Έτσι είχαμε τους Πράσινους, τους Λευκούς, τους Βένετους και τους Ρούσιους. Δηλαδή τέσσερις ξεχωριστούς Δήμους.  Επισήμως δεν είχαν κάποια πολιτική εξουσία. Από τον 5ο αιώνα οι αρχηγοί τους διορίζονταν από τον αυτοκρά

ΜΕΛΕΤΗ ΧΑΛΚΙΝΟΥ ΦΟΛΛΕΩΣ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

Περιγραφή Νομίσματος και σκιαγράφηση ιστορικού πλαισίου, εντός του οποίου εξεδόθη “ο δε αυτός βασιλεύς προεχειρίσατο κόμητα λαργιτιώνων Εν Κωνσταντινουπόλει τον από υπάτων Ιωάννην τον Παφλαγόνα τον λεγόμενον Καϊάφαν` όστις άπαν το προχωρόν κέρμα το λεπτόν εποίησε φολλερά προχωρείν εις πάσαν την Ρωμαϊκήν κατάστασιν έκτοτε” Ιωάννης Μαλάλας “Χρονογραφία” (για τους Φόλλεις που έκοψε ο Αναστάσιος) Ι. Εισαγωγή Η βυζαντινή νομισματική συνέχισε την ρωμαϊκή παράδοση της εκδόσεως τριών διαφορετικών νομισμάτων. Το ρωμαϊκό κράτος είχε σε κυκλοφορία χρυσά, αργυρά και χάλκινα νομίσματα. Το βυζαντινό το μιμήθηκε, μόνο που οι ονομασίες των νομισμάτων άλλαξαν. Το χρυσό ρωμαϊκό Aureus διεδέχθη ο χρυσούς Solidus, το αργυρό δηνάριο (Denarius) αντικαταστάθηκε από το Μηλιαρέσιον ενώ το χάλκινο Σεστέρτιο (Sestertius) έδωσε την θέση του στον Φόλλι. Η βυζαντινή νομισματική κυριαρχία είναι καθολική κατά την διάρκεια των μεσαιωνικών χρόνων. Σημείο καμπής αποτελεί ο 11ος αιώνας και

Ιστοριογραφικές πηγές για το Βυζάντιο

Οι πηγές, από τις οποίες αντλούμε πληροφορίες για την Βυζαντινή αυτοκρατορία, είναι δύο ειδών: οι άμεσες και οι έμμεσες. Ως άμεσες πηγές έχουμε τις εξής: ·        Νομοθεσία, για παράδειγμα ο Codex Theodosianus ή το Corpus   Iuris Civilis —   Πρακτικά και κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων —   Πρακτικά και κανόνες τοπικών Συνόδων —   Τα διάφορα έγγραφα που σώζονται (κυρίως σε παπύρους), κρατικά ή ιδιωτικά —   Επιγραφές, π.χ επιτύμβιες, επιγραφές μνημείων κ.λ.π —   Σφραγίδες, π.χ Χρυσόβουλα, Αργυρόβουλα, Μολυβδόβουλα —   Νομίσματα, π.χ ο βυζαντινός Σόλιδος, τα αργυρά Μιλιαρέσια, ή οι χάλκινες Φόλλεις —   Μνημεία —   Έργα Μικροτεχνίας, π.χ από Σμάλτο, Ελεφαντοστό κ.λ.π —   Μικρογραφίες, π.χ από το Χειρόγραφο του Σκυλίτζη —   Έργα πρακτικής χρησιμότητας για την κρατική διοίκηση και την στρατιωτική οργάνωση, π.χ για θέματα εθιμοτυπίας ή ιεραχικής τάξεως όπως τα έργα του Κωνσταντίνου του Ζ’ του Πορφυρογέννητου (945-959) —   Εκκλησιαστικά τακτικά ( Notita