Η 1η δημοσίευση της νέας χρονιάς έχει να κάνει με το
Βυζάντιο. Συγκεκριμένα, θα προβούμε σε μία μικρή ανάλυση γύρω από το τελευταίο
μας απόκτημα -ένεκα εορτών- που δεν είναι άλλο από το Βιβλίο του Τηλέμαχου
Λουγγή: "Σύντομη Ιστορία της Βυζαντινής κοινωνίας". Ακολουθεί μία
αδρομερής περιγραφή του σκεπτικού του. Τον Τηλέμαχο Λουγγή τον είχα, επί 2
συναπτά έτη, καθηγητή στο αντικείμενο της συγκρότησης της Βυζαντινής κοινωνίας
αλλά και στην καινοτόμο προσέγγισή του με βάση την θεωρία του για την
"περιορισμένη οικουμένη" στο Ίδρυμα Βυζαντινών Ερευνών (παράρτημα του
Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών).
Στον 3ο μ.Χ αιώνα, γύρω στο 250, παρατηρούμε μία βαθμιαία
εξάπλωση της φτώχειας στην ρωμαϊκή επικράτεια. Η κρίση αυτού του αιώνος θα
αποτελέσει το ενδιάμεσο στάδιο για την μετάβαση του ρωμαϊκού κράτους στο νέο
status, πρώτα με τις μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού και ύστερα εκείνες του Μ.
Κωνσταντίνου. Το νόμισμα νοθεύεται και γίνεται σπάνιο με αποτέλεσμα να
επιστρέψουμε σε μία μεικτή οικονομία όπου παράλληλα ισχύει και ο αντιπραγματισμός.
Αναφορές, πέραν της επίσημης ιστοριογραφίας, αντλούμε από τον Κυπριανό,
Επίσκοπο Καρχηδόνος, ο οποίος επισημαίνει αυτές τις αλλαγές.
Ο 4ος και ο 5ος, σε γενικές γραμμές, ακολουθεί τις κύριες
γραμμές της ρωμαϊκής ιδιοκτησίας που ήταν τα Latifundia. Οι τεχνικές στην
καλλιέργεια της γης ήταν ίδιες με την κλασσική εποχή. Οι μικροϊδιοκτήτες
μειώθηκαν διότι με τους συνεχείς πολέμους υπηρετούσαν στον στρατό. Έτσι,
αναγκάστηκαν να χαρίσουν τις ιδιοκτησίες τους στους μεγαλογαιοκτήμονες και να
γίνουν coloni στην ίδια τους την ζωή. Οι Αναφορές του Σαλβιανού -περί το 450-
είναι ενδεικτικές της κατάστασης. Στο διάστημα από τα μέσα του 3ου έως τα μέσα
του 5ου οι δούλοι, σταδιακά, αντικαθίστανται από εποίκους (coloni).
Τις συνθήκες ζωής των, στην ουσία, δουλοπαροίκων, ταυτόχρονα
με την αναλγησία των μεγαλοϊδιοκτητών, είναι που καυτηριάζει ο Ιωάννης ο
Χρυσόστομος. Ο ίδιος στηλίτευε την ακολασία και τον πλούτο που άρχισαν να
συσσωρεύουν τα μοναστήρια και ζητούσε την κατάργηση τους. Είναι γεγονός ότι η
ηγεσία της Εκκλησίας αλλά και τα μεγάλα μοναστήρια, από εκεί που βρίσκονταν
δίπλα στους φτωχούς και τους κατατρεγμένους, κατέληξαν, με τον καιρό, να
αποτελούν μέρος της κρατικής εξουσίας. Την αλληλοδιαπλοκή κράτους-εκκλησίας την
εγκαινίασε ο Μ. Κωνσταντίνος ώστε να στερεώσει το νέο του κρατικό οικοδόμημα.
Οι μεσαίες πόλεις παρακμάζουν και, βαθμιαία, ερημώνονται ενώ
χάνουν τον κοσμοπολιτισμό τους. Τα βουλευτήρια τους καταντούν κενά λόγου.
Ταυτόχρονα, η ύπαιθρος “επεκτείνεται” και αρχίζει να αυτονομείται δημιουργώντας
ένα κλειστό σύστημα συναλλαγών. Από εκεί θα προέλθει, αργότερα, η βυζαντινή
“κοινότητα χωρίου” η οποία και θα φορολογείται ως σύνολο, κάτι που θα ισχύσει
και επί Οθωμανοκρατίας. Αντίθετα, οι μεγάλες πόλεις πληρώνονται με σειρές
άκληρων και άνεργων πληθυσμών οι οποίοι ψάχνουν για δουλειά.
Ο στρατός, έως και τα τέλη του 6ου, είναι μισθοφορικός. Από
τον Ηράκλειο (7ος) και μετά και ιδίως μετά την εξάπλωση των Αράβων παρατηρείται
μία συνολική αναδιοργάνωση του κράτους, το οποίο και στρατιωτικοποιείται. Η
πλήρης μορφή αυτής της διοικητικής μεταρρύθμισης ολοκληρώνεται επί της Συρικής
δυναστείας των Ισαύρων, οι οποίοι θα επιχειρήσουν ριζοσπατικές αλλαγές στην
βυζαντινή κοινωνία ευνοώντας την μικροϊδιοκτησία. Πρόκειται για το σύστημα των
Θεμάτων.
Από τον 9ο και μετά ξεπροβάλλει η νέα αριστοκρατία των
“Δυνατών”, κυρίως από την Μικρά Ασία, οι οποίοι διεκδικούν, όχι απλώς μερίδιο,
αλλά την μονοπώληση της ίδιας της εξουσίας. Είναι αλήθεια ότι ορισμένοι
αυτοκράτορες της Μακεδονικής Δυναστείας (867-1056) επιχείρησαν να ελαττώσουν την
δύναμη και την επιρροή τους. Τόσο ο Ρωμανός Λακαπηνός, όσο και ο Κωνσταντίνος ο
Ζ’, αλλά, κυρίως, ο Βασίλειος ο Β’ με σειρά διατάξεων, μέσα από “Νεαρές”
(νομοθετικές ρυθμίσεις), προσπάθησαν να λάβουν δραστικά μέτρα για να ελέγξουν
την ολοένα και αυξανόμενη επιρροή της μεγάλης γαιοκτησίας.
Ο 11ος αιώνας αποτελεί για το Βυζάντιο μία επανάληψη του 3ου
επί Ρώμης. Η κρίση -εξ’ αιτίας της κακοδιαχείρισης και της αντιπαλότητος των
δύο παρατάξεων, της πολιτικής και της στρατιωτικής- θα συγκλονίσει, συθέμελα,
το βυζαντινό οικοδόμημα. Το αποτέλεσμα είναι να αναδυθεί η στρατιωτική
αριστοκρατία των Κομνηνών, οι οποίοι και θα αποτελέσουν την τελευταία αναλαμπή
του βυζαντινού οικουμενισμού. Ο Αλέξιος, στην πραγματικότητα, επανιδρύει το
κράτος αλλά, όπως θα αποδειχτεί, τα θεμέλια αυτής της αναδιάταξης θα είναι
σαθρά καθόσον οι μεγαλογαιοκτήμονες (οι οποίοι ευνοήθηκαν από τους Κομνηνούς)
και τα μοναστήρια επανέρχονται δριμύτεροι κατατρώγοντας την κεντρική βυζαντινή
εξουσία. Έτσι, μετά τους 3 μεγάλους Κομνηνούς, ήτοι Αλέξιο, Ιωάννη και Μανουήλ,
η εξουσία παραπαίει και εμφανίζονται συμπτώματα διάλυσης επί των ημερών της
ανίκανης Δυναστείας των Αγγέλων. Για να φθάσουμε στο 1204 όταν και τερματίζεται
το βυζαντινό οικουμενικό κράτος μετά την άλωση της Βασιλευούσης από τους Σταυροφόρους.
Η κεντρική ιδέα του Τηλέμαχου Λουγγή, αναφορικά με την βυζαντινή κατάληξη είναι πως μία ημιτελής φεουδαρχική δομή –όπως η βυζαντινή του 11ου και 12ου- υπετάχθη, τελικά, από την ολοκληρωμένη δυτική φεουδαρχία. Το βιβλίο ακτινογραφεί, καθαρά από κοινωνιολογική σκοπιά, την βυζαντινή κοινωνία από τον 4ο έως το 1204.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου