Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Βυζαντινή αρχαιολογία





Βυζαντινή αρχαιολογία

“Θέαμα τοίνυν ἡ ἐκκλησία κεκαλλιστευμένον γεγένηται, τοῖς μὲν ὁρῶσιν ὑπερφυές, τοῖς δὲ ἀκούουσι παντελῶς ἄπιστον· ἐπῆρται μὲν γὰρ ἐς ὕψος οὐράνιον ὅσον, καὶ ὥσπερ τῶν ἄλλων οἰκοδομημάτων ἀποσαλεύουσα ἐπινένευκεν ὑπερκειμένη τῇ ἄλλῃ πόλει, κοσμοῦσα μὲν αὐτήν, ὅτι αὐτῆς ἐστιν, ὡραϊζομένη δέ, ὅτι αὐτῆς οὖσα καὶ ἐπεμβαίνουσα τοσοῦτον ἀνέχει, ὥστε δὴ ἐνθένδε ἡ πόλις ἐκ περιωπῆς ἀποσκοπεῖται. εὖρος δὲ αὐτῆς καὶ μῆκος οὕτως ἐν ἐπιτηδείῳ ἀποτετόρνευται, ὥστε καὶ περιμήκης καὶ ὅλως εὐρεῖα οὐκ ἀπὸ τρόπου εἰρήσεται. κάλλει δὲ ἀμυθήτῳ ἀποσεμνύνεται. τῷ τε γὰρ ὄγκῳ κεκόμψευται καὶ τῇ ἁρμονίᾳ τοῦ μέτρου, οὔτε τι ὑπεράγαν οὔτε τι ἐνδεῶς ἔχουσα, ἐπεὶ καὶ τοῦ ξυνειθισμένου κομπωδεστέρα καὶ τοῦ ἀμέτρου κοσμιωτέρα ἐπιεικῶς ἐστι, φωτὶ δὲ καὶ ἡλίου μαρμαρυγαῖς ὑπερφυῶς πλήθει.”

Προκόπιος Καισαρεύς: “Περί Κτισμάτων (De aedificiis)”

Η βυζαντινή αρχαιολογία, ως κλάδος της ευρύτερης μεσαιωνικής αρχαιολογίας, αναπτύχθηκε με πιο αργούς ρυθμούς από τις αντίστοιχες της προϊστορικής και της κλασικής περιόδου. Η αλήθεια είναι ότι ξεκίνησε τα βήματά της πολύ αργότερα από τους άλλους δύο κλάδους της αρχαιολογίας, ήτοι της προϊστορικής και της κλασσικής. Περιλαμβάνει τόσο την αρχιτεκτονική καταγραφή (π.χ αρχιτεκτονική των ναών όπως η Αγία Σοφία) όσο και τη μελέτη της τέχνης, όπως η μεταλλοτεχνία η οποία θεωρείται από τον βυζαντινό αρχαιολόγο ως μικροτεχνία. Την περίοδο αυτή δεσπόζει η χριστιανική θρησκεία η οποία καθιερώνεται ως η επίσημη θρησκεία του κράτους. Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, επηρεασμένο από τις αρχές του διαφωτισμού, δεν ενέταξε το Βυζάντιο στην ιστορική του κληρονομιά. Ακολουθούσε τις επιταγές της δύσης η οποία θεωρούσε το Βυζάντιο ως ένα σκοταδιστικό θεοκρατικό κράτος. Ο ίδιος ο Εδουάρδος Γίββων  όρισε τη βυζαντινή ιστορία ως μια χιλιόχρονη ιστορία παρακμής της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Μετά το 1850, και κυρίως με την “Ιστορία του Ελληνικού Έθνους” ο Κωνσταντίνος  Παπαρρηγόπουλος θα εντάξει τη βυζαντινή ιστορία στο τρίσημο σχήμα της ελληνικής ιστορίας.

Η διεξαγωγή των ανασκαφών λαμβάνει χώρα εντός του ελλαδικού χώρου, κυρίως από έλληνες αρχαιολόγους. Φυσικά, τα μεγάλα κέντρα του Βυζαντίου βρίσκονται εκτός της Ελλάδος, όπως η ίδια η πρωτεύουσα του κράτους η Κωνσταντινούπολη, η Αντιόχεια, η Αλεξάνδρεια, η Χαλκηδόνα κ.ά. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τους βυζαντινούς αρχαιολόγους να αναζητήσουν στα υπόλοιπα βυζαντινά αστικά κέντρα, όπως η Θεσσαλονίκη, η Λάρισα, η Νικόπολη και αλλού, τα φρούρια, τα μοναστηριακά συγκροτήματα και τα πολυάριθμα εκκλησιαστικά μνημεία που ήταν διάσπαρτα στον ελλαδικό χώρο.

Γεγονός είναι ότι οι βυζαντινοί αρχαιολόγοι, στην προσπάθεια αναζήτησης και ταύτισης τόσο των μνημείων όσο και των οικισμών, έχουν στη διάθεσή τους ένα πλούσιο απόθεμα από γραπτές πηγές οι οποίες προέρχονται από τους βυζαντινούς λογίους, τους χρονογράφους, τα αυτοκρατορικά έγγραφα, καθώς και ένα πλήθος από ανώνυμα χρονικά. Επιπλέον, υπάρχει και η ντόπια παράδοση που διασώζεται στα παλιά τοπωνύμια, τους θρύλους και τις προφορικές αφηγήσεις.

Ερμηνεία των πολιτισμικών δεδομένων

Κάθε ένας από τους τρεις κλάδους της αρχαιολογίας ερμηνεύει διαφορετικά τα πολιτισμικά δεδομένα της περιόδου με την οποία ασχολείται. Ακόμη, από την ανασκαφική έρευνα διαπιστώνουμε ότι έχουν βρεθεί διαφορετικά είδη υλικών καταλοίπων για κάθε περίοδο, πράγμα που μαρτυρεί τις αλλαγές στον τρόπο ζωής και τις συνήθειες των ανθρώπων στον ελλαδικό χώρο από την προϊστορία μέχρι τα βυζαντινά χρόνια. Το γεγονός αυτό όμως, παράλληλα, δημιουργεί διαφορετικά κενά για τις εξεταζόμενες εποχές.

Αναφορικά με τη βυζαντινή αρχαιολογία παρατηρούμε την ύπαρξη παρόμοιων εγγενών δυσκολιών με αυτές που αναφύονται στην κλασική. Στηρίζεται εξίσου στις γραπτές πηγές, ενώ παράλληλα ρίχνει το βάρος στις μεγάλες πόλεις. Εδώ όμως να σημειώσουμε ότι ο βυζαντινός αρχαιολόγος έχει στη διάθεσή του περισσότερα και καλοδιατηρημένα μνημεία σε  σχέση με τον κλασικό αρχαιολόγο. Δεν χρειάζεται δηλαδή να σκάψει για να βγάλει στην επιφάνεια τα διάφορα κτίσματα. Επίσης, ο βυζαντινός έχει πιο άμεση σχέση με την ιστορία και είναι πιο αποσπασματικός με τα διάφορα υλικά κατάλοιπα. Θα λέγαμε ότι δένεται κυριολεκτικά με το ιστορικό κομμάτι. Εξάλλου, οι βυζαντινοί ιστορικοί, καλύπτουν επιμελώς το σύνολο του βίου της χιλιόχρονης αυτοκρατορίας με πολλές λεπτομέρειες: (Προκόπιος, Λέων ο Διάκονος, Μιχαήλ Ατταλειάτης, Άννα Κομνηνή, Νικήτας Χωνιάτης, Γεώργιος Ακροπολίτης κ.ά).

Ταυτόχρονα, ρίχνει το βάρος του σε συγκεκριμένες πλευρές του βυζαντινού πολιτισμού, όπως η αρχιτεκτονική, η ζωγραφική και οι τοιχογραφίες. Η συντριπτική πλειοψηφία των έργων των παραπάνω τεχνών έχει να κάνει με τη χριστιανική πίστη. Το σύνολο, σχεδόν, των πολιτισμικών ερμηνειών της εποχής του βυζαντίου τελούν υπό το πρίσμα της θρησκείας. Η αρχιτεκτονική αναλώνεται, κατά βάσιν, στους χριστιανικούς ναούς (Βασιλική, Βασιλική μετά τρούλου κ.ά), η ζωγραφική ασχολείται με την αφαιρετική δισδιάστατη απεικόνιση αποστεωμένων προσώπων δίχως προοπτική, τονίζοντας με αυτόν τον τρόπο την πνευματικότητα, ενώ οι διάφορες τοιχογραφίες αποτελούν στην ουσία βυζαντινή ζωγραφική και ακολουθούν τους ίδιους κανόνες.

Συνελόντι ειπείν

Η βυζαντινή αρχαιολογία έχει αναλωθεί έως τώρα στην έρευνα των πολυάριθμων θρησκευτικών μνημείων στην επιφάνεια. Η περίπτωση, βεβαίως, της βυζαντινής κληρονομιάς είναι ιδιάζουσα. Ενώ παρέμενε υποβαθμισμένη για μερικούς αιώνες τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί το ενδιαφέρον γι αυτήν, εξαιτίας της ενασχόλησης νέων επιστημόνων. Επιπλέον, υπάρχει άφθονο γραμματειακό υλικό που δεν έχει μελετηθεί, αν και τα τελευταία χρόνια εκδίδονται ολοένα και περισσότερα βιβλία σε σχέση με το Βυζάντιο. Με τη βοήθεια των νέων τεχνολογιών έρευνας καθίστανται το έργο των βυζαντινών αρχαιολόγων ευχερέστερο. Η βυζαντινή τέχνη έχει καταστεί αναγνωρίσιμη παγκοσμίως, προκαλώντας ταυτόχρονα το ενδιαφέρον για πιο ενδελεχή μελέτη της. Με βάση τα παραπάνω δεδομένα το μέλλον της βυζαντινής αρχαιολογίας φαντάζει ευοίωνο. Η μοναδική ανάσχεση του εστιάζεται στην τάση κατάργησης των πανεπιστημιακών εδρών ανθρωπιστικών σπουδών σε παγκόσμια κλίμακα.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Οι Δήμοι και ο ρόλος τους στο βυζαντινό κράτος

Οι «Δήμοι» στο Βυζάντιο αποτελούν κατάλοιπο των δημοκρατικών θεσμών. Αρχικά λειτουργούσαν ως λαϊκές ομάδες οι οποίες, στη συνέχεια, μετεξελίχθησαν σε αθλητικά σωματεία τα οποία είχαν επιφορτιστεί με την οργάνωση των ιππικών αγώνων.   Με την πάροδο του χρόνου, αυτά τα σωματεία απέκτησαν υπολογίσιμη πολιτική ισχύ. Από μαρτυρίες τις οποίες έχουμε η δραστηριότητά τους λάμβανε χώρα σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, τόσο στον ελλαδικό χώρο (Ρόδος, Γόρτυνα, Νέα Αγχίαλος κ.ά)  όσο και στη Μικρά Ασία (Μίλητος, Έφεσος Κύζικος, Πριήνη, Στρατονίκεια κ.ά), την Ανατολή (Αντιόχεια, Ιερουσαλήμ, Καισάρεια Παλαιστίνης, Έμεσα κ.ά) και την Αίγυπτο (Αλεξάνδρεια, Οξύρυγχος, Αντινόη κ.ά). Οι Δήμοι διακρίνονταν από τον χρωματισμό που είχαν τα εμβλήματά τους. Έτσι είχαμε τους Πράσινους, τους Λευκούς, τους Βένετους και τους Ρούσιους. Δηλαδή τέσσερις ξεχωριστούς Δήμους.  Επισήμως δεν είχαν κάποια πολιτική εξουσία. Από τον 5ο αιώνα οι αρχηγοί τους διορίζονταν από τον αυτοκρά

ΜΕΛΕΤΗ ΧΑΛΚΙΝΟΥ ΦΟΛΛΕΩΣ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

Περιγραφή Νομίσματος και σκιαγράφηση ιστορικού πλαισίου, εντός του οποίου εξεδόθη “ο δε αυτός βασιλεύς προεχειρίσατο κόμητα λαργιτιώνων Εν Κωνσταντινουπόλει τον από υπάτων Ιωάννην τον Παφλαγόνα τον λεγόμενον Καϊάφαν` όστις άπαν το προχωρόν κέρμα το λεπτόν εποίησε φολλερά προχωρείν εις πάσαν την Ρωμαϊκήν κατάστασιν έκτοτε” Ιωάννης Μαλάλας “Χρονογραφία” (για τους Φόλλεις που έκοψε ο Αναστάσιος) Ι. Εισαγωγή Η βυζαντινή νομισματική συνέχισε την ρωμαϊκή παράδοση της εκδόσεως τριών διαφορετικών νομισμάτων. Το ρωμαϊκό κράτος είχε σε κυκλοφορία χρυσά, αργυρά και χάλκινα νομίσματα. Το βυζαντινό το μιμήθηκε, μόνο που οι ονομασίες των νομισμάτων άλλαξαν. Το χρυσό ρωμαϊκό Aureus διεδέχθη ο χρυσούς Solidus, το αργυρό δηνάριο (Denarius) αντικαταστάθηκε από το Μηλιαρέσιον ενώ το χάλκινο Σεστέρτιο (Sestertius) έδωσε την θέση του στον Φόλλι. Η βυζαντινή νομισματική κυριαρχία είναι καθολική κατά την διάρκεια των μεσαιωνικών χρόνων. Σημείο καμπής αποτελεί ο 11ος αιώνας και

Ιστοριογραφικές πηγές για το Βυζάντιο

Οι πηγές, από τις οποίες αντλούμε πληροφορίες για την Βυζαντινή αυτοκρατορία, είναι δύο ειδών: οι άμεσες και οι έμμεσες. Ως άμεσες πηγές έχουμε τις εξής: ·        Νομοθεσία, για παράδειγμα ο Codex Theodosianus ή το Corpus   Iuris Civilis —   Πρακτικά και κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων —   Πρακτικά και κανόνες τοπικών Συνόδων —   Τα διάφορα έγγραφα που σώζονται (κυρίως σε παπύρους), κρατικά ή ιδιωτικά —   Επιγραφές, π.χ επιτύμβιες, επιγραφές μνημείων κ.λ.π —   Σφραγίδες, π.χ Χρυσόβουλα, Αργυρόβουλα, Μολυβδόβουλα —   Νομίσματα, π.χ ο βυζαντινός Σόλιδος, τα αργυρά Μιλιαρέσια, ή οι χάλκινες Φόλλεις —   Μνημεία —   Έργα Μικροτεχνίας, π.χ από Σμάλτο, Ελεφαντοστό κ.λ.π —   Μικρογραφίες, π.χ από το Χειρόγραφο του Σκυλίτζη —   Έργα πρακτικής χρησιμότητας για την κρατική διοίκηση και την στρατιωτική οργάνωση, π.χ για θέματα εθιμοτυπίας ή ιεραχικής τάξεως όπως τα έργα του Κωνσταντίνου του Ζ’ του Πορφυρογέννητου (945-959) —   Εκκλησιαστικά τακτικά ( Notita