Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο Ένθρονος Χριστός από τον Άγιο Βιτάλιο της Ραβένας



Γενικά για την Βυζαντινή Τέχνη


Η βυζαντινή τέχνη ήταν λατρευτική τέχνη. Η Εκκλησία, ως κτήριο, κτίζεται για να μπαίνει μέσα και να ασκεί τα λατρευτικά του καθήκοντα ο πιστός. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τους αρχαιοελληνικούς ναούς, οι οποίοι κτίζονται με αποκλειστικό σκοπό να στεγάσουν το ομοίωμα του θεού ενώ πι είσοδος στους πιστούς απαγορεύονταν.

Η τέχνη την βυζαντινή περίοδο αποσκοπούσε στο να προσφέρει στον άνθρωπο την υπέρβαση σε ανώτερο επίπεδο. Η χριστιανική λατρεία έπρεπε αποτυπώνεται, μέσω της τέχνης, με τέτοιο τρόπο ώστε να μην παραπέμπει στον κόσμο των αισθήσεων όπως τα αρχαιοελληνικά καλλιτεχνήματα, τα οποία διακρίνονταν για την πλαστικότητά τους.

Για τους βυζαντινούς η εικόνα θα πρέπει να διδάσκει. Για να επιτευχθεί αυτό θα πρέπει να ακολουθηθεί συγκεκριμένη τυποποιημένη τεχνική η οποία θα αναπαράγει τις ίδιες μορφές, δίχως να επιδέχεται ανανέωση. Με αυτόν τον τρόπο ακολουθεί πιστά την διδασκαλία. Όπως η χριστιανική διδασκαλία είναι δογματική και δεν επιδέχεται αλλαγών τον ίδιο δρόμο θα πρέπει να ακολουθήσει και η τέχνη η οποία οφείλει να είναι συντηρητική.

Βασικό χαρακτηριστικό της βυζαντινής τέχνης είναι η ΕΠΙΠΕΔΟΤΗΤΑ. Δεν ενδιαφέρεται για το βάθος και τον όγκο. Τα σώματα είναι επίπεδα, άϋλα (δίχως σωματικότητα και πλαστικότητα), ασκητικά, αποστεωμένα, γραμμικά. Επίσης, κατά κανόνα, κυριαρχεί η μετωπικότητα. Η βασική τάση είναι για σχηματοποίηση, αφαίρεση και γραμμικότητα (η γραμμικότητα για να τονίσει το γραμμικό του χρόνου και της εξελίξεως στην οποία και πιστεύει ο χριστιανισμός). Αυτό που ενδιαφέρει είναι οι μορφές διότι αυτές προβάλλουν την διδασκαλία και τα χριστιανικά πιστευω. Οι μορφές αναδύονται μέσα από ένα ομοιόμορφο βάθος που έχει συγκεκριμένο χρώμα, στην αρχή ήταν πρασινογάλαζο και μετά κίτρινο. Η ονομασία αυτού είναι ΚΑΜΠΟΣ και με αυτό υποδηλώνεται το υπερβατικό πλαίσιο, το άλλο επίπεδο.

Το παράδειγμα του Ένθρονου Χριστού από τον Άγιο Βιτάλιο της Ραβένας

Στα μέσα του 6ου αιώνος ο Ιουστινιανός καταλαμβάνει την Ιταλία διαλύοντας το οστρογοτθικό κράτος. Στην Ραβέννα, η οποία ήταν πρωτεύουσα του δυτικού ρωμαϊκού κράτους από το 402 έως την κατάλυσή του το 476, υπάρχει η Βασιλική του Αγίου Βιταλίου.

Χτισμένη τον 6ο αιώνα αποτελεί, μαζί με την Βασιλική του Αγίου Απολλιναρίου επίσης στην Ραβέννα, ένα ναό που διαθέτει χαρακτηριστικά δείγματα της τέχνης του ψηφιδωτού κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο (324-726) . Η Ραβέννα, εξάλλου ήταν σημαντικό καλλιτεχνικό κέντρο σε αυτή την πρώιμη φάση της βυζαντινής τέχνης. Το ψηφιδωτό που θα μας απασχολήσει είναι εκείνο που βρίσκεται στην αψίδα του ιερού (εικόνα 1). Πρόκειται για μία εξαιρετική δουλειά μνημειακής ζωγραφικής που αποδίδει εντυπωσιακά, αφενός μεν την υπερβατικότητα αφετέρου δε το δογματικό μήνυμα που θέλει να περάσει. Στις αψίδες συνηθίζονταν να αποτυπώνονται, με ενάργεια, τα βασικά θεολογικά νοήματα . Ο λόγος είναι ότι δεσπόζουν άνωθεν του ιερού των ναών. Κατά συνέπεια, επιβάλλεται να αποδίδουν εμφατικά το χριστιανικό στίγμα στους πιστούς.

Η απεικόνιση κινείται στα πρότυπα της άχρονης αφηγήσεως , πέραν του φθαρτού και πεπερασμένου υλικού σύμπαντος. Άλλωστε, αυτός είναι ο κύριος σκοπός της. Ο χώρος που δείχνει να διαδραματίζεται η σκηνή κινείται μεταξύ ουρανού και γης. Ο ένθρονος Χριστός είναι η κεντρική φιγούρα, ο οποίος περιστοιχίζεται εκ δεξιών του από τον Άγιο Βιτάλιο και έναν άγγελο ενώ εξ ευωνύμων από τον επίσκοπο Εκκλήσιο (είναι εκείνος που θεμελίωσε τον ναό), ο οποίος προσφέρει στον Χριστό την εκκλησία του Αγίου Βιταλίου και από επίσης έναν άγγελο. Αυτό το θέμα με την προσφορά κτισμάτων είναι προσφιλές κατά την βυζαντινή εποχή . Οι μορφές είναι περίπου ισομεγέθεις και κινούνται γύρω από την κεντρική φιγούρα του Χριστού.

Σε αυτή την παράσταση υπάρχουν ενδείξεις αγροτικού τοπίου με την χλωρίδα που απεικονίζεται, είτε να περιβάλλει τις μορφές είτε να βρίσκεται κάτωθεν αυτών σε μία διάταξη η οποία καταργεί την αίσθηση ενός πραγματικού φυσικού τοπίου. Εξάλλου, τέτοιου τύπου συμβάσεις δεν απασχολούν τους βυζαντινούς καλλιτέχνες. Το κύριο μέλημά τους είναι η αποτύπωση της θεϊκής δόξας, η οποία κινείται εκτός του χωροχρόνου. Αυτά τα έργα είναι ταγμένα να εξυμνούν τον ουράνιο κόσμο, κλάσμα του οποίου είναι ο επίγειος. Αυτό μας οδηγεί στην διαπίστωση ότι ο χριστιανισμός δανείστηκε νεοπλατωνικά στοιχεία προκειμένου να διατυπώσει την κοσμοαντίληψή του. Σε αυτά τα πλαίσια οι νεοπλατωνικές ιδέες έπαιξαν κυρίαρχο ρόλο στην συγκρότηση της χριστιανικής τέχνης της οποίας βασικό χαρακτηριστικό είναι η αφαιρετικότητα. Πρόθεση της χριστιανικής λατρείας είναι να οδηγήσει τον άνθρωπο στην θεία υπέρβαση, αγνοώντας τον κόσμο των αισθήσεων. Στο ψηφιδωτό που μελετάμε οι ανθρώπινες φιγούρες είναι άκαμπτες δίχως προοπτική βάθους αν και οι πτυχώσεις των ενδυμάτων τους έχουν μία αισθητική υποψία όγκου. Η κεντρική μορφή του Χριστού αποτυπώνεται ένδοξη, καθίμενη πάνω στην ουράνια σφαίρα επί του εδάφους (δείγμα και αυτό της εξουσίας του σε ουρανό και γη). Σημαντική λεπτομέρεια, επίσης, είναι ότι ο Χριστός παρουσιάζεται σε νεαρή ηλικία και αγένειος.

Οι μορφές, τώρα, στο παραπάνω ψηφιδωτό αναδύονται μέσα από ένα ομοιόμορφο χρυσό φόντο. Με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται το ανώτερο επίπεδο υπάρξεως, η εξωκόσμια συχνότητα στην οποία εκπέμπει η όλη παράσταση, καθώς και η ενότητα όλων (ο χρυσός ως ενοποιητικό στοιχείο). Η ονομασία αυτού του χρυσού βάθους είναι κάμπος . Η επιλογή του χρυσού δεν είναι τυχαία διότι συμβολίζει το θείο φως, το οποίο λειτουργεί έχοντας το θετικό πρόσημο στο αντιθετικό ζευγάρι φως/σκότος , κατ’ αναλογία του συμπαντικού καλού και του αντίστοιχου κακού. Επιπρόσθετα, ο χρυσός, ως πολύτιμο μέταλλο, έχει συνδυαστεί με την πολυτιμότητα, την σπανιότητα και την καθαρότητα, ιδιότητες που προδιαθέτουν σε θετική αντίληψη, ήδη από την αρχαιότητα, όπως για παράδειγμα στο Ησιόδειο διδακτικό Έπος «Έργα και Ημέραι» , όπου γίνεται μνεία για το Χρυσό ανθρώπινο γένος. Τέλος, να σημειώσουμε ότι άνωθεν των μορφών της παραστάσεως παρεμβάλλονται με κόκκινο και γαλάζιο χρώμα κάποια σύννεφα. Παράλληλα, το όλο σκηνικό διακοσμείται, ημικυκλικά, από έναν ταινιωτό φυτικό διάκοσμο ο οποίος προβάλλει μέσα από το ίδιο χρυσό φόντο, όπως στην κύρια απεικόνιση.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Οι Δήμοι και ο ρόλος τους στο βυζαντινό κράτος

Οι «Δήμοι» στο Βυζάντιο αποτελούν κατάλοιπο των δημοκρατικών θεσμών. Αρχικά λειτουργούσαν ως λαϊκές ομάδες οι οποίες, στη συνέχεια, μετεξελίχθησαν σε αθλητικά σωματεία τα οποία είχαν επιφορτιστεί με την οργάνωση των ιππικών αγώνων.   Με την πάροδο του χρόνου, αυτά τα σωματεία απέκτησαν υπολογίσιμη πολιτική ισχύ. Από μαρτυρίες τις οποίες έχουμε η δραστηριότητά τους λάμβανε χώρα σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, τόσο στον ελλαδικό χώρο (Ρόδος, Γόρτυνα, Νέα Αγχίαλος κ.ά)  όσο και στη Μικρά Ασία (Μίλητος, Έφεσος Κύζικος, Πριήνη, Στρατονίκεια κ.ά), την Ανατολή (Αντιόχεια, Ιερουσαλήμ, Καισάρεια Παλαιστίνης, Έμεσα κ.ά) και την Αίγυπτο (Αλεξάνδρεια, Οξύρυγχος, Αντινόη κ.ά). Οι Δήμοι διακρίνονταν από τον χρωματισμό που είχαν τα εμβλήματά τους. Έτσι είχαμε τους Πράσινους, τους Λευκούς, τους Βένετους και τους Ρούσιους. Δηλαδή τέσσερις ξεχωριστούς Δήμους.  Επισήμως δεν είχαν κάποια πολιτική εξουσία. Από τον 5ο αιώνα οι αρχηγοί τους διορίζονταν από τον αυτοκρά

Ιστοριογραφικές πηγές για το Βυζάντιο

Οι πηγές, από τις οποίες αντλούμε πληροφορίες για την Βυζαντινή αυτοκρατορία, είναι δύο ειδών: οι άμεσες και οι έμμεσες. Ως άμεσες πηγές έχουμε τις εξής: ·        Νομοθεσία, για παράδειγμα ο Codex Theodosianus ή το Corpus   Iuris Civilis —   Πρακτικά και κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων —   Πρακτικά και κανόνες τοπικών Συνόδων —   Τα διάφορα έγγραφα που σώζονται (κυρίως σε παπύρους), κρατικά ή ιδιωτικά —   Επιγραφές, π.χ επιτύμβιες, επιγραφές μνημείων κ.λ.π —   Σφραγίδες, π.χ Χρυσόβουλα, Αργυρόβουλα, Μολυβδόβουλα —   Νομίσματα, π.χ ο βυζαντινός Σόλιδος, τα αργυρά Μιλιαρέσια, ή οι χάλκινες Φόλλεις —   Μνημεία —   Έργα Μικροτεχνίας, π.χ από Σμάλτο, Ελεφαντοστό κ.λ.π —   Μικρογραφίες, π.χ από το Χειρόγραφο του Σκυλίτζη —   Έργα πρακτικής χρησιμότητας για την κρατική διοίκηση και την στρατιωτική οργάνωση, π.χ για θέματα εθιμοτυπίας ή ιεραχικής τάξεως όπως τα έργα του Κωνσταντίνου του Ζ’ του Πορφυρογέννητου (945-959) —   Εκκλησιαστικά τακτικά ( Notita

ΜΕΛΕΤΗ ΧΑΛΚΙΝΟΥ ΦΟΛΛΕΩΣ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

Περιγραφή Νομίσματος και σκιαγράφηση ιστορικού πλαισίου, εντός του οποίου εξεδόθη “ο δε αυτός βασιλεύς προεχειρίσατο κόμητα λαργιτιώνων Εν Κωνσταντινουπόλει τον από υπάτων Ιωάννην τον Παφλαγόνα τον λεγόμενον Καϊάφαν` όστις άπαν το προχωρόν κέρμα το λεπτόν εποίησε φολλερά προχωρείν εις πάσαν την Ρωμαϊκήν κατάστασιν έκτοτε” Ιωάννης Μαλάλας “Χρονογραφία” (για τους Φόλλεις που έκοψε ο Αναστάσιος) Ι. Εισαγωγή Η βυζαντινή νομισματική συνέχισε την ρωμαϊκή παράδοση της εκδόσεως τριών διαφορετικών νομισμάτων. Το ρωμαϊκό κράτος είχε σε κυκλοφορία χρυσά, αργυρά και χάλκινα νομίσματα. Το βυζαντινό το μιμήθηκε, μόνο που οι ονομασίες των νομισμάτων άλλαξαν. Το χρυσό ρωμαϊκό Aureus διεδέχθη ο χρυσούς Solidus, το αργυρό δηνάριο (Denarius) αντικαταστάθηκε από το Μηλιαρέσιον ενώ το χάλκινο Σεστέρτιο (Sestertius) έδωσε την θέση του στον Φόλλι. Η βυζαντινή νομισματική κυριαρχία είναι καθολική κατά την διάρκεια των μεσαιωνικών χρόνων. Σημείο καμπής αποτελεί ο 11ος αιώνας και