Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Τα εγκαίνια της Κωνσταντινουπόλεως









“Η ​​​​Πόλη ήταν το σπαθί, η Πόλη το κοντάρι,
η Πόλη ήταν το κλειδί της Ρωμανίας όλης,
κ’ εκλείδων κ’ ασφάλιζεν όλην την Ρωμανίαν,
κι όλον το Αρχιπέλαγος εσφιχτοκλείδωνέν το”. 

(Δημοτικό για την Πόλη)

Ο Μεγάλος Κωνσταντίνος με την ίδρυσι της Κωνσταντινουπόλεως τον 4ο αιώνα μεταφέρει το κέντρο της ενιαίας τότε αυτοκρατορίας στο ανατολικό της τμήμα. Η επιλογή της θέσεως υπήρξε αποτέλεσμα ορθής στρατιωτικής και πολιτικής εκτιμήσεως. Και πιο παλιά οι Ρωμαίοι είχαν αναγνωρίσει τη  στρατηγική σημασία του Βυζαντίου, της παλαιάς μεγαρικής αποικίας, το οποίο δέσποζε της ευρωπαϊκής άκρης του Στενού (η τουρκική λέξη Istinye, όπως ονομάζεται σήμερα ο Βόσπορος, προέρχεται από την ελληνική “Στενόν”). Σε αυτή την περιοχή συνδέεται ο Εύξεινος Πόντος με την Μεσόγειο και διεξάγονταν το διαμετακομιστικό εμπόριο. Ταυτοχρόνως, οι μεγάλες ευρωπαϊκές χερσαίες οδοί κατέληγαν στην Κωνσταντινούπολη, όπως η Εγνατία που κατασκευάστηκε το 130 π.Χ και ξεκινούσε από το Δυρράχιο (η αρχαία Επίδαμνος). Το ίδιο και η μεγάλη οδός από το Βορρά όπου διά του Σιρμίου, της Σιγγιδώνος (Βελιγράδι), Ναϊσσού, τρέπονταν προς την Σερδική (Σόφια), Φιλιππούπολι, Αδριανούπολη και έφθανε έως την Κωνσταντινούπολη. Στη συνέχεια, αφού διεκπεραιώνονταν στην Ασιατική ακτή, συνέχιζε μέσω των πόλεων του Πόντου, του Καυκάσου και της Κασπίας προς την Κεντρική και την Άπω Ασία.

Η Βασιλεύουσα, επίσης, βρίσκονταν εγγύτερα προς τις εκτεθειμένες περιοχές από εισβολές, όπως ο κάτω ρους του Δουνάβεως, στον οποίο συνέρρεαν πλήθος φυλών, καθώς και οι ανατολικές επαρχίες οι οποίες αντιμετώπιζαν τις κατά καιρούς περσικές εισβολές. Στην απόφαση του Κωνσταντίνου βάρυνε και το γεγονός ότι η Ρώμη ήταν σύμβολο της παλαιάς θρησκείας τη στιγμή που εκείνος επιζητούσε να εδραιώσει τη θέση του Χριστιανισμού. Επιπλέον, η πλειοψηφία των κατοίκων της Ρώμης, συμπεριλαμβανομένης και της Συγκλητικής Ελίτ, αποτελούσαν τον σκληρό πυρήνα των παλαιών θρησκευτικών παραδόσεων. Στο ανατολικό κομμάτι της αυτοκρατορίας, όμως, υπερίσχυαν αριθμητικώς κατά τον 4ο αιώνα οι Χριστιανοί. Πέραν τούτου, υπήρχε οικονομική ευρωστία και ανώτερη πολιτισμική στάθμη ένεκα της ελληνιστικής περιόδου κατά την οποία εξαπλώθηκε ο ελληνικός πολιτισμός στην Ανατολή.

Έτσι, μετά την οριστική ήττα του Λικίνιου το 324, ο Κωνσταντίνος έλαβε την κοσμοϊστορική απόφαση της ιδρύσεως της νέας Ρώμης. Στις 8 Νοεμβρίου του 324 βάζει τον θεμέλιο λίθο της Κωνσταντινουπόλεως. Μετά από έξι έτη ανοικοδομήσεως, στις 11 Μαΐου του 330, εγκαινιάζεται η Βασιλίδα των πόλεων. Εξ αρχής ο Κωνσταντίνος επεδίωξε την ανύψωσι της νέας πρωτεύουσας στην τάξι της παλαιάς, τόσο σε διοικητικό όσο και σε καλλιτεχνικό επίπεδο. Για το σκοπό αυτό ανήγειρε μεγαλοπρεπή δημόσια οικοδομήματα και μετέφερε από τον ελλαδικό χώρο τα πιο ονομαστά έργα τέχνης. 

Ο Στήβεν Ράνσιμαν γράφει χαρακτηριστικά: 

“Ο Κωνσταντίνος γέμισε τους δρόμους, τις πλατείες, και τα μουσεία της νέας πρωτεύουσας με αρχαίους ελληνικούς καλλιτεχνικούς θησαυρούς για να δώσει έμφαση στον ελληνισμό του. Οι κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως που κυκλοφορούσαν κάθε μέρα μέσα στην πόλη δεν θα ήταν δυνατόν να ξεχάσουν ποτέ τη δόξα της ελληνικής τους κληρονομιάς”.

Η παλαιά τοπική Βουλή της πόλης του Βυζαντίου αντικαταστάθηκε με Σύγκλητο. Στη νέα αυτή Σύγκλητο προσπάθησε να εντάξει παλαιές συγκλητικές οικογένειες από την Ρώμη. Για να τους δώσει ένα σοβαρό κίνητρο ώστε να έρθουν και να εγκατασταθούν τους παραχώρησε ειδικά προνόμια καθώς και επιχορηγήσεις. Το 332, δύο έτη μετά τα εγκαίνια της νέας πρωτευούσης, ο Κωνσταντίνος φρόντισε τη δωρεάν χορήγηση σίτου στους κατοίκους της, όπως ακριβώς γίνονταν στην παλαιά Ρώμη. Επρόκειτο για τη διανομή των λεγόμενων και “πολιτικών άρτων”, η οποία καταργήθηκε από τον Ηράκλειο το 616 λόγω της πολύς δύσκολης κατάστασης στην οποία βρέθηκε το Βυζάντιο εξαιτίας της περσικής εισβολής.

Στις ενέργειες του Κωνσταντίνου συγκαταλέγεται η ανεξαρτητοποίηση της πόλης από τον Βικάριο της Θράκης και η διοίκησή της υπό ανθύπατο. Δεν προχώρησε, όμως, σε πλήρη εξομοίωση της Κωνσταντινουπόλεως με την παλαιά Ρώμη, ούτε εισήγαγε σε αυτήν τον θεσμό του Επάρχου της πόλεως (Praefectus urbi). Η πρώτη μνεία για ‘Επαρχο στην Κωνσταντινούπολη απαντάται το 359. Επιπλέον, ο διάδοχός του Κωνστάντιος όρισε το 357 όπως οι συγκλητικοί των επαρχιών Αχαΐας, Μακεδονίας και Δακίας να μετέχουν της Συγκλήτου Νέας Ρώμης.

Από εκκλησιαστική άποψη το Βυζάντιο υπάγονταν στον Επίσκοπο Ηρακλείας. Ο Κωνσταντίνος ίδρυσε επισκοπή Κωνσταντινουπόλεως, την οποία η Β΄Οικουμενική Σύνοδος το 381 αναβάθμισε σε Πατριαρχείο.

(Τα στοιχεία από τον Α' τόμο της Βυζαντινής Ιστορίας της Αικατερίνης Χριστοφιλοπούλου.)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Οι Δήμοι και ο ρόλος τους στο βυζαντινό κράτος

Οι «Δήμοι» στο Βυζάντιο αποτελούν κατάλοιπο των δημοκρατικών θεσμών. Αρχικά λειτουργούσαν ως λαϊκές ομάδες οι οποίες, στη συνέχεια, μετεξελίχθησαν σε αθλητικά σωματεία τα οποία είχαν επιφορτιστεί με την οργάνωση των ιππικών αγώνων.   Με την πάροδο του χρόνου, αυτά τα σωματεία απέκτησαν υπολογίσιμη πολιτική ισχύ. Από μαρτυρίες τις οποίες έχουμε η δραστηριότητά τους λάμβανε χώρα σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, τόσο στον ελλαδικό χώρο (Ρόδος, Γόρτυνα, Νέα Αγχίαλος κ.ά)  όσο και στη Μικρά Ασία (Μίλητος, Έφεσος Κύζικος, Πριήνη, Στρατονίκεια κ.ά), την Ανατολή (Αντιόχεια, Ιερουσαλήμ, Καισάρεια Παλαιστίνης, Έμεσα κ.ά) και την Αίγυπτο (Αλεξάνδρεια, Οξύρυγχος, Αντινόη κ.ά). Οι Δήμοι διακρίνονταν από τον χρωματισμό που είχαν τα εμβλήματά τους. Έτσι είχαμε τους Πράσινους, τους Λευκούς, τους Βένετους και τους Ρούσιους. Δηλαδή τέσσερις ξεχωριστούς Δήμους.  Επισήμως δεν είχαν κάποια πολιτική εξουσία. Από τον 5ο αιώνα οι αρχηγοί τους διορίζονταν από τον αυτοκρά

Ιστοριογραφικές πηγές για το Βυζάντιο

Οι πηγές, από τις οποίες αντλούμε πληροφορίες για την Βυζαντινή αυτοκρατορία, είναι δύο ειδών: οι άμεσες και οι έμμεσες. Ως άμεσες πηγές έχουμε τις εξής: ·        Νομοθεσία, για παράδειγμα ο Codex Theodosianus ή το Corpus   Iuris Civilis —   Πρακτικά και κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων —   Πρακτικά και κανόνες τοπικών Συνόδων —   Τα διάφορα έγγραφα που σώζονται (κυρίως σε παπύρους), κρατικά ή ιδιωτικά —   Επιγραφές, π.χ επιτύμβιες, επιγραφές μνημείων κ.λ.π —   Σφραγίδες, π.χ Χρυσόβουλα, Αργυρόβουλα, Μολυβδόβουλα —   Νομίσματα, π.χ ο βυζαντινός Σόλιδος, τα αργυρά Μιλιαρέσια, ή οι χάλκινες Φόλλεις —   Μνημεία —   Έργα Μικροτεχνίας, π.χ από Σμάλτο, Ελεφαντοστό κ.λ.π —   Μικρογραφίες, π.χ από το Χειρόγραφο του Σκυλίτζη —   Έργα πρακτικής χρησιμότητας για την κρατική διοίκηση και την στρατιωτική οργάνωση, π.χ για θέματα εθιμοτυπίας ή ιεραχικής τάξεως όπως τα έργα του Κωνσταντίνου του Ζ’ του Πορφυρογέννητου (945-959) —   Εκκλησιαστικά τακτικά ( Notita

ΜΕΛΕΤΗ ΧΑΛΚΙΝΟΥ ΦΟΛΛΕΩΣ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

Περιγραφή Νομίσματος και σκιαγράφηση ιστορικού πλαισίου, εντός του οποίου εξεδόθη “ο δε αυτός βασιλεύς προεχειρίσατο κόμητα λαργιτιώνων Εν Κωνσταντινουπόλει τον από υπάτων Ιωάννην τον Παφλαγόνα τον λεγόμενον Καϊάφαν` όστις άπαν το προχωρόν κέρμα το λεπτόν εποίησε φολλερά προχωρείν εις πάσαν την Ρωμαϊκήν κατάστασιν έκτοτε” Ιωάννης Μαλάλας “Χρονογραφία” (για τους Φόλλεις που έκοψε ο Αναστάσιος) Ι. Εισαγωγή Η βυζαντινή νομισματική συνέχισε την ρωμαϊκή παράδοση της εκδόσεως τριών διαφορετικών νομισμάτων. Το ρωμαϊκό κράτος είχε σε κυκλοφορία χρυσά, αργυρά και χάλκινα νομίσματα. Το βυζαντινό το μιμήθηκε, μόνο που οι ονομασίες των νομισμάτων άλλαξαν. Το χρυσό ρωμαϊκό Aureus διεδέχθη ο χρυσούς Solidus, το αργυρό δηνάριο (Denarius) αντικαταστάθηκε από το Μηλιαρέσιον ενώ το χάλκινο Σεστέρτιο (Sestertius) έδωσε την θέση του στον Φόλλι. Η βυζαντινή νομισματική κυριαρχία είναι καθολική κατά την διάρκεια των μεσαιωνικών χρόνων. Σημείο καμπής αποτελεί ο 11ος αιώνας και