Ένα διήγημα εναλλακτικής ιστορίας για τη βυζαντινή εποχή:
-Πόσο καιρό είναι σε
αυτή την κατάσταση; Ρώτησε ο Θεόδωρος, Δομέστικος της Ανατολής, τον Ιωάννη,
Δούκα της Αντιοχείας, για την κατάσταση του Ρωμανού, ο οποίος είχε πέσει σε
κώμα.
-Πάνω από ένα μήνα,
απεκρίθη ο Ιωάννης. Το χτύπημα στο δεξί του πλευρό ήταν πολύ σφοδρό. Εντούτοις,
καίτοι το ξίφος διαπέρασε το σώμα και βγήκε από την άλλη μεριά, γλίτωσε το
νεφρό. Το χτύπημα ήταν δίπλα.
-Έχασε πολύ αίμα,
έτσι δεν είναι; Συνέχισε ο Θεόδωρος.
-Ναι, μα το
αναπληρώσαμε ακολουθώντας τις οδηγίες ενός Αντιοχέα γιατρού, ο οποίος
εφαρμόζει μία πρωτότυπη μέθοδο αποθεραπείας στηριγμένη σε ένα σπάνιο χειρόγραφο
του Γαληνού, σε συνδυασμό με τη χρήση ενός τοπικού βοτάνου που αναφέρει στα
γραπτά του ο Διοσκουρίδης και το οποίο μοιάζει πολύ με τον Μανδραγόρα.
-Θα τα καταφέρει,
είναι γερό σκαρί, ψέλλισε ο Ιωάννης.
-Το ελπίζω, για το
καλό της αυτοκρατορίας. Ήδη στην Κωνσταντινούπολη οι διεφθαρμένοι γραφειοκράτες
σήκωσαν κεφάλι, ομού μετά τον αθλίων αυλοκολάκων και των αναθεματισμένων
γραμματικών, όπως ο Μιχαήλ ο Πρωτοασηκρήτης. Τους ξεσηκώνει, βλέπεις, ο γνωστός
άθλιος Δημαγωγός ο Στέφανος ο Καστροπολίτης, ο οποίος ορέγεται τον θρόνο μιας
και είναι εξάδελφος του Λέοντος του προηγούμενου αυτοκράτορος, είπε ο Θεόδωρος.
-Η πίστη μας στον
νόμιμο και μοναδικό αυτοκράτορα ο οποίος ανασυγκρότησε το παραλυμένο στράτευμα
και τόλμησε ν’ απαντήσει στις συνεχείς επιδρομές των Ογούζων και των
Τουρκομάνων του Ντενίς Ασλάν από την Περσία, ανεφώνησε ο Ιωάννης.
Την επόμενη ημέρα,
μία βροχερή Τετάρτη του έτους 6578 από Κτήσεως Κόσμου, αίφνης ακούστηκε μία κραυγή
από την αυτοκρατορική σκηνή…
-Τι πόνος Θεέ μου! Κραύγασε
ο Ρωμανός.
Ο Νικόλαος και ο
Μερκούριος, οι δύο προσωπικοί φρουροί του αυτοκράτορος, γύρισαν αμέσως προς το
μέρος του.
-Ξύπνησε! Φώναξε ο
Μερκούριος.
-Τρέχω να ειδοποιήσω
τον Δούκα, είπε ο Νικόλαος.
Μετ’ ολίγων στιγμών ο
Δούκας Ιωάννης και ο Σέλευκος (ο εξ Αντιοχείας ιατρός που θεράπευσε τον
αυτοκράτορα) βρίσκονταν έμπροσθεν της αυτοκρατορικής κλίνης. Περιχαρής ων ο
Ιωάννης έκανε μία κίνηση να αγκαλιάσει τον Ρωμανό, όμως ο Σέλευκος τον
απέτρεψε.
-Δεν πρέπει να
τρανταχτεί απότομα, του είπε.
Ο Ρωμανός, έχοντας βρει πλήρως τις αισθήσεις του, άρχισε τις ερωτήσεις.
-Πόσο καιρό είμαι
έτσι; Τι έγινε με τους βαρβάρους; Στην Βασιλεύουσα όλα καλά;
Ο Ιωάννης, αφού
έστειλε αγγελιαφόρους να ειδοποιήσουν τον Θεόδωρο που είχε αναχωρήσει για την
Μελιτηνή την χθεσινή ημέρα, του απήντησε.
-Επί ένα μήνα
παλέψαμε με τον χάρο στα μαρμαρένια αλώνια για να σε σώσουμε Ρωμανέ. Τελικά, όπως
και ο ίδιος διαπιστώνεις, τα καταφέραμε, τα κατάφερες! Όσο για τους Ογούζους
και τους Τουρκομάνους υποτακτικούς τους για
την ώρα τους έχουμε απωθήσει. Ο Θεόδωρος φροντίζει γι’ αυτό. Η Θεοσκέπαστη
Ρωμανία τα κατάφερε και πάλι. Όμως, στην Πόλη…
-Τι συμβαίνει στην
Πόλη Ιωάννη; Ρώτησε, με μία πλέρια δόση αγωνίας ο Ρωμανός.
-Να, αυτός ο
καταραμένος ο Στέφανος ο Καστροπολίτης άρχισε πάλι τις δολοπλοκίες και
συνωμοτεί εναντίον σου. Στο πλευρό του έχει τον Μιχαήλ τον Πρωτοασηκρήτη και
προσπαθεί να κερδίσει την εύνοια του Νικηφόρου Μαυροζώη, Δομέστικου της Δύσεως.
Αν το επιτύχει θα κινηθεί εναντίον σου!
-Ειδοποίησε τον
Θεόδωρο να μηνύσει στον Αλέξιο Ζωναρά, τον Δρουγγάριο του πλωίμου, να ξεκινήσει
προετοιμασίες για τον αποκλεισμό των βρωμερών συνωμοτών στην Κωνσταντινούπολη. Επίσης,
θέλω να μου στείλεις τον Βασίλειο, τον Επί του Κανικλείου, γιατί θέλω να του
υπαγορεύσω μία επιστολή για την Ευδοκία και ετοίμασε τον αυτοκρατορικό αετό.
Ο Βασίλειος κατέφθασε
μετά από λίγη ώρα και βρήκε τον Ρωμανό ιδιαίτερα ευδιάθετο.
-Πάρε θέση, του είπε
ο Ρωμανός.
Μόλις ο Βασίλειος ετοιμάστηκε ο Ρωμανός ξεκίνησε την υπαγόρευση:
“Πολυλατρεμένη μου
Ευδοκία,
Μόλις ανέλαβα από
έναν βαρύτατο τραυματισμό. Με τη δύναμι του Θεού, την φροντίδα των ανθρώπων μου
εδώ στην Αντιόχεια, τους οποίους και ευχαριστώ θερμώς, αλλά και με τις δικές
σου προσευχές, τελικά τα κατάφερα. Ο εχθρός είναι ιδιαίτερα τραχύς και
αποδεικνύεται σκληρό καρύδι Ευδοκία μου. Δεν είναι όπως οι προηγούμενοι που
αντιμετωπίσαμε τους περασμένους αιώνες. Ετούτοι οι νεοπροσήλυτοι της πίστεως
του αιρετικού Μωαμέτη (οι βυζαντινοί θεωρούσαν τους μουσουλμάνους ως αιρετικούς
του χριστιανισμού) είναι λίαν φανατικοί και πολεμούν έως τελευταίου. Μιλιούνια τέτοιων
βαρβάρων από τα βάθη της Ασίας συρρέουν στον Ευφράτη απειλώντας να εισβάλλουν
στην Ανατολή (σημ. εννοεί τη Μικρά Ασία) η οποία μας στήριξε κατά τους τρομερά
δύσκολους αιώνες του Χαλιφάτου.
Όμως, η μεγάλη μου
ανησυχία δεν είναι οι Τούρκοι και οι σύμμαχοί τους όσο οι δολοπλόκοι της αυλής
οι οποίοι βρήκαν την ευκαιρία να ξιφουλκήσουν κατά εμού, αλλά και έναντι της Ρώμης.
Με λυπεί και με θλίβει, βαθύτατα, το γεγονός ότι αυτά τα χαμερπή ανθρωπάρια που
δεν έχουν ιδέα από πόλεμο, που δεν ξέρουν πώς να κρατήσουν ένα δόρυ ή ένα
ξίφος, αλλά και που αγνοούν την απέραντη ευθύνη διοικήσεως της αυτοκρατορίας
του Αυγούστου (θεωρούσαν εαυτούς συνεχιστές του κράτους του Οκταβιανού
Αυγούστου) θέλουν να καταλάβουν την εξουσία, νομίζοντας ότι είναι τρόπαιο
προκειμένου να ικανοποιήσουν εαυτούς αλλά και τους παρατρεχάμενους των.
Γλοιώδεις σκώληκες, γέννας βδελύγματα, εξαπατητές του ενδόξου γένους των
Ρωμαίων θα πληρώσουν για τις ανομίες των.
Αγαπημένη μου, όλο
αυτό το διάστημα αν και αναίσθητος ωστόσο η σκέψη σου λες και με κρατούσε, φρουρός
ακοίμητος, εμποδίζοντας την ψυχή μου να πετάξει πέραν του σώματός μου. Η παναιθέρια μορφή σου, η βαθέως ζεστή ανάσα σου, τα τρυφερά σου λόγια μέσα από τα πλούσια
άλικα χείλη σου με κρατούσαν εν ζωή όλο αυτό το διάστημα. Ανυπομονώ να επιστρέψω
στην θερμή σου αγκάλη και να γευτώ ξανά το νέκταρ του γλυκοσμιλεμένου κορμιού σου κρινολούλουδο του Βοσπόρου, αειθαλές ρόδο Ευρώπης και Ανατολής,
νυκτολούλουδο του φεγγαριού και βοτάνι της μίας και μοναδικής μου μεθέξεως. Ευδοκία
μου, αθάνατη Κασταλία της εμπνεύσεώς μου, χρυσοποίκιλτη κρήνη αθανάτου ύδατος, ανεκτίμητο
πετράδι του στέμματος, λίγη ακόμη υπομονή σου ζητώ και τα δεσμά θα σπάσουν, άπαξ
και διά παντός! Την επιστολή μου αυτή θα μεταφέρει ο αγαπημένος μου Σταυραετός από
τα κορφοβούνια της Ίδης (της Μικράς Ασίας).
Πάντα Δικός σου, Ρωμανός
ο IV
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου